Είσαι εδώ;
demon December 1st, 2007
Άλλο ένα απόγευμα. Σάββατο πια. Έφυγαν οι καθημερινές μέρες, κύλησαν στον πάτο της κλεψύδρας. Θα ξανανεβούν στην επιφάνεια όταν ανατείλει η Δευτέρα και το χέρι αναποδογυρίσει τον αμμο-χρονομετρητή.
Μόλις έφτιαξα τσάι. Έριξα μέσα φρούτα του δάσους, μπας και με ξυπνήσουν οι γλυκερές, μεστές τους γεύσεις. Δεν ήθελα βοτάνια, δεν ήθελα καραμέλες και κανέλες. Ντυμένη με φόρμες και φούτερ, αθλητικά και χοντρές κάλτσες λες και θα βγω τώρα δα να τρέξω μίνι μαραθώνιο, κόβω βόλτες κι επιτηρώ το σπίτι. Εντάξει, καθαρούτσικο είναι. Ας ανοίξω τις βαριές μπλε κουρτίνες να μπει μέσα το απόγευμα. Να προλάβω λίγο φως.
Μπαίνω στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον μακρόστενο καθρέφτη. Εγώ είμαι αυτή; Μα τι έκανες στα μαλλιά σου; Τα άφησα να κοιμηθούν ίσως; Κοίτα δε θ’ανοίξω διάλογο μαζί σου. Είναι απόγευμα ακόμη και δεν έχω δυνάμεις για μακροβούτια. Ενόχλησέ με ξανά τα ξημερώματα. Τότε θα σε έχω ξεχάσει πλήρως!
Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου. Τραβιέμαι κοντά του. Κοιτάζω το γράμμα. Είναι τόσο αλλόκοτο. Ποιος να μου κάνει πλάκα άραγε; Ποιος μου το άφησε κάτω από την πόρτα; Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το ανοίξω. Γιατί μετά θα “κολλήσω” άγρια. Θα εθιστώ στο περιεχόμενο και τη γραφή του. Στο πρόσωπο που θα δω μέσα του.
Σηκώνομαι κι ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Βγαίνω έξω. Ψόφος. Πλάκα-πλάκα, μήπως να πάω να τρέξω; Μήπως να ανέβω Λυκαβηττό και με μεγάλες ρουφηξιές ν’αφανίσω την πόλη; Βαριέμαι. Και μου τη σπάει όταν συμβαίνει αυτό. Για την ακρίβεια το σιχαίνομαι. Εγώ ποτέ δε βαριέμαι! Είναι αρχή μου. Όσο μπορεί να ‘ναι…
Πιάνω το στιλό κι ανοίγω το ημερολόγιό μου. Κοιτάζω και φυλλομετρώ. Πολλές άδειες σελίδες γαμώτο. Μα που ήμουν; Γιατί με αμέλησα; Τελευταία φορά έγραψα τον Αύγουστο; Τι;
Ξαναγγίζω το γράμμα. Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στην επιφάνειά του και προσπαθώ να αιστανθώ, να “δω” μέσα του. Μπα. Χάνω τις δυνάμεις μου. Αρπάζω αιμοβόρικα το κοπίδι και το χώνω στη σαλιωμένη γλώσσα του φακέλου. Με μια κίνηση απ’άκρη σ’άκρη γυμνώνω το περιεχόμενο.
… Μα αυτή είμαι εγώ!