Περιμένοντας μια χούφτα ζωή (don’t pimp my life!!!)
demon May 12th, 2010
Κόβει, λίγο πριν στρίψει στο στενό και χαθεί κάτω από τη μυωπική λάμπα της ΔΕΗ. Κοιτάζει με αγωνία προς το κίτρινο όχημα που πλημμυρίζει το δρόμο. Κάτι λέει. Ήχοι ακούγονται, χωρίς να θυμίζουν γλώσσα κατανοητή. Τίποτα. Λάθος χειρονομία. Δεν ήταν για σένα.
Ξαποσταίνεις όσο κρατούν οι σκέψεις σου και παίρνεις την κατηφόρα για την επόμενη πιάτσα…
Μία μαυρούλα στο φανάρι, μόνη. Άλλες τέσσερις στη μέση αυτού του δρόμου, τρεις πίσω από τις κολώνες. Κι άλλες δυο, τελευταίες, στην άκρη. Την άλλη άκρη. Κλωστή θυμίζει. Κι αυτές οι αράχνες, που δεν αφήνουν ούτε μύγα να πλησιάσει. Κανείς δεν περνά αυτή την ώρα. Ούτε γυναίκα, αλλά κυρίως ούτε άντρας. Κι όσοι περπατούν κι ακούγονται, προτιμούν τελικά το απέναντι πεζοδρόμιο. Κι αυτό τους δίνει την ασφάλεια να σε γιουχάρουν, να σε κατακρίνουν, να σε φτύσουν με λόγια και βλέμμα.
Είστε δέκα-δώδεκα πολλές φορές κοπέλες, νέες, ψηλές, με όμορφα, δυνατά κορμιά κι έχετε πιάσει έναν δρόμο. Ένα τετράγωνο. Ένα μεροκάματο. Τελικά αυτή η λέξη μου έρχεται τώρα τελευταία στα κύτταρα του μυαλού μου. Ίσως επειδή το χάνω. Μαζί με αυτό και την ψυχή μου, την υλική αυτή τη φορά.
Πλησιάζει 6. Σας βλέπω να σπρώχνεστε. Άλλοτε εμφανίζεστε κατά τις 02:30. Όλες μαζί. Λες και σας κατεβάζει ο νταβατζής σας και σας ξαμολύει σε αυτό το κομμάτι της Πατησίων. Πριν ήσασταν αλλού; Τελευταία δυνατά αστεία μήπως σας προσέξει κάποιος διερχόμενος. Μπα. Αγκαλιές, τακούνι σπασμένο και φορεμένο σαν παντόφλα, λευκό σε κοντράστ με το σοκολατί, κολάν κι ένα μπουφάν από πάνω, να σας κρατά μακριά από την υγρασία. Η οποία διαπερνά όμως. Όπως και οι θόρυβοι. Και η πουτανιά, τελικά. Το ανησυχητικό συναίσθημα… όχι συναίσθημα, μα ένστικτο, ότι κάτι βέβηλο συμβαίνει ή θα συμβεί. Σα βιασμός.
Ξημερώνει πια. Στο μυαλό μου ίσως.
Υ.Γ. Πέρα από τα όμορφα λόγια που μπορούν να προκύψουν από άσχημες ή δυσάρεστες εικόνες και πέραν της πλάκας και της υποτιθέμενης μεγαλοψυχίας που μας έχει πιάσει να δείχνουμε τώρα τελευταία σε σχέση με την αλλοδαπία, ποιος στ’αλήθεια θέλει να έχει απέναντι από το σπίτι του πουτάνες; Ποιος θέλει να ζει απέναντι από κωλόμπαρα; Από πρεζόνια και παρακμή; Ε; Έχουμε όλοι τη δυνατότητα να μένουμε σε “καλές”, διατηρημένες γειτονιές; Οπότε;Εγώ κι εσύ, δεν έχουμε το δικαίωμα να ζούμε καλά κι αξιοπρεπώς; Δε θέλω λοιπόν να είμαι άλλο μεγαλόψυχη. Θέλω την ηρεμία μου και ό,τι μου ανήκει. Ό,τι έχω πληρώσει, ό,τι αξίζω και ό,τι μπορεί να μου δώσει η ζωή μου. Χωρίς παράσιτα και χωρίς λεκέδες. Τ’ακούς;
Υ.Γ.1 Έχω βαρεθεί να τηλεφωνώ στους μπάτσους. Απόψε, δυο φορές κιόλας! Δεν έρχονται. Οι πουτάνες, όμως, ως δια μαγείας φεύγουν από το νούμερο που τους δίνω και πάνε στο άλλο τετράγωνο!!! Αλλά όχι πάντα. Τις περισσότερες φορές απλώς παραμένουν εδώ. Γιατί απλούστατα δεν περνά μπάτσος. Κι αν περάσει, δεν κάνει καν τον κόπο να κατέβει από το περιπολικό. Περνά και κορνάρει. Αυτό είναι. Συνθηματικό.
Συγκεκριμένα αυτοκίνητα κάνουν βόλτα, κινητά χτυπάνε μετά το τηλεφώνημά μου, νταβατζήδες πάνε κι έρχονται διαφυλάττονας την “περιουσία” τους και ήχοι (σφυρίγματα) ακούγονται συχνά-πυκνά. Α ναι, τώρα τελευταία βλέπω πιο συχνά τους νταβατζήδες. Δυο μαύροι, ο ένας με κόκκινη μπλούζα, ψηλοί, ένας κοντούλης τρίτος και ένας λευκός, ψηλός με ριγέ μπλούζα κι ελαφριά καράφλα.
(ΚΑΘΕ γαμημένο βράδυ)
α… και σε πρώτο πλάνο, τσάκωσα προχτές στο φακό και τους μαύρους νταβατζήδες τους. Αυτούς που δεν “μπορούν” να τσακώσουν οι μπάτσοι όταν τους καλούμε. Πόσο πάει το χαρτζιλίκι;