Να σου δώσω το όνειρό μου;
demon December 6th, 2007
Ξύπνησα πριν από λίγο. Νόμιζα ότι θα είχε ξεμουδιάσει το σώμα μου, ότι θα είχαν ξεκοκαλώσει οι αρθρώσεις μου. Πίστευα ότι θα είχε επιρροή η αλλαγή ημέρας. Πέμπτη δεν έχουμε; Δεν έφυγε η Τετάρτη ακόμη; Πέμπτη με γέννησε η μάνα μου. Πέμπτη πήρα ζωή.
Κι όμως, μυρίζεις το ίδιο. Αγγίζεις το ίδιο. Ούτε εσύ άλλαξες. Έμεινες στάσιμος όπως το βάρος της μέρας. Κι εξακολουθείς να με κοιτάς σαν υπνωτισμένος. Δεν ξέρεις τι συμβαίνει; Αφού εσύ το προκάλεσες. “Σ’αγαπώ. Με άκουσες;”. Ναι σε άκουσα. Και; Να γυρίσω τον τροχό μόνη; Δεν προσπαθείς να το απαλύνεις. Δε βλέπεις καν. Τι με κοιτάς, ε; Θα βγάλει η γλώσσα σου χρώματα και με φιλάς ή μήπως θα αναπτύξεις διάφανα φτερά στην πλάτη και μ’αγκαλιάζεις;
Και πως θα σβήσει αυτή η γεύση; Θα την πάρει μαζί του το αεράκι της νύχτας; Ή θα ρίξεις από πάνω τα διορθωτικά βοτάνια;
Πως συμβαίνει να με χαστουκίζεις και να μου χαμογελάς; Πως είναι δυνατόν να με χαρακώνεις και να με αγγίζεις; Πως γίνεται να μου ξεριζώνεις την ευτυχία και να απλώνεις το χέρι; Εγώ τι είμαι τώρα;
Το οξυγόνο δεν περνά μέσα από το τζάμι. Και το φεγγαρόφωτο δε φτάνει μέχρι τη γη. Το πόμολο είναι μακριά και τα κρόσια από το χαλί έχουν τυλιχτεί σφιχτά γύρω από τα πόδια μου.
Όλο το δωμάτιο, κάθε γωνιά και ξεφλούδισμα, κάθε γείσο και αέτωμα, κάθε τρύπα και κενό, κάθεται πάνω στην ψυχή μου. Όπως ο πλαστικός φελός ταπώνει το μπουκάλι.
Είσαι δίπλα μου κι όμως δεν κοιταζόμαστε. Ούτε που ξέρουμε τι κάνουμε. Μήπως να ξανακοιμηθώ;
Να ξαπλώσω και να ανοίξω τα βλέφαρα όταν θα μου χτυπήσει την πόρτα η μέρα; Η κανονική, επόμενη μέρα. Η φωτεινή, γεμάτη Πέμπτη. Η Πέμπτη της ζωής μου.
Αφήνω τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι, τις σκέψεις μου στο πάτωμα, το νυχτικό μου να πέσει στην κουβέρτα και το δέρμα μου στο μαξιλάρι. Ξύπνα με αύριο. Ανασήκωσε τα μαλλιά μου, φύσηξε μέσα στο στόμα μου και βάψε τον αφαλό μου.
Θες ακόμη να μείνω και να στολίσω τους εφιάλτες σου; Θες ακόμη να ξυπνήσω; Θες ακόμη τη ζωή μου δίπλα στη δική σου;