Είμαι ζάρι! Το αποφάσισα. Σήμερα έχω πολύ κακή διάθεση. Κοιμήθηκα, αν και πολύ αργά, νορμάλ ώρες, και ξυπνώντας ένιωσα ένα κενό∙ τα μάτια μου πρησμένα, το στόμα μου ραμμένο και το μέσα μου να θέλει να μείνει μόνο του.
Οπότε κι αποφάσισα πως για σήμερα θα είμαι το ζάρι. Και μάλιστα εκείνη η πλευρά που έχει τις περισσότερες κουκίδες.
Είπα να πάω κόντρα στις ψιχάλες και να δώσω φως, κερένιο στο πράσινο μάτι μου. Στίβαξα μπροστά μου όσα βαζάκια χωρά η αγκαλιά μου, τους πρόσθεσα ρεσώ και τους έβαλα φωτιά!
Πειράζει που θέλω να κρατήσω αυτή τη διάθεση για σήμερα;
Είχα γεμάτη μέρα. Και είναι τόσο δυνατό το συναίσθημα που με επισκέπτεται όταν συναντιέμαι με τα κορίτσια. Είπαμε να βρεθούμε για πίτσα και κουβεντούλα και τελικά διαμορφώθηκε ένα ακόμη απολαυστικό απογευματόβραδο με πολλά νέα, αρκετές συμβουλές, γυναικείες σκέψεις, σοφίες κι αγκαλιές.
Εμένα, τουλάχιστον, αυτή η προσέγγιση, μου είναι πολύτιμη. Με γυναίκες που μπορώ να μιλήσω άνετα, ανοιχτά, χωρίς να με κρίνουν, χωρίς απολύτως καμία διάθεση να με σχολιάσουν και χωρίς, κυρίως, ανταγωνισμούς, ζήλειες, γυναικεία γνωρίσματα!
Επέστρεψα νωρίς σπίτι. Ο άντρας είχε έτοιμο το θερμοσίφωνα κι εγώ θυμήθηκα και πάλι γιατί μου είναι πολύτιμος. Ευτυχώς η ψύξη του δεν ήταν αποτρεπτική! Βγήκαμε για περπάτημα αρκετά αργότερα κι όταν πια γδύθηκα και ξάπλαρα στον καναπέ, μου βγήκε η κούραση όλης της μέρας.
Μα εγώ δεν κουράστηκα σήμερα, σωστά; Έζησα όμως λίγο παραπάνω. Ραντεβού την Κυριακή guys. Μην ξεχαστείτε. Ραντεβού στο Μοναστηράκι. Ελπίζω η Μάνια-κη ξανθιά να μην αργήσει… πάλι! Κι ελπίζω κι εγώ, η βδομάδα τούτη να κλείσει όμορφα.
Καλή βδομάδα! Λέω να σου βγάλω κι απόψε τη γλώσσα. Να σε κοιτάξω στραβούτσικα, να σου χαμογελάσω μέχρι να λιώσεις και να σε πάρω μια τεράστια αγκαλιά μέχρι να ξεχάσεις όλη σου την κούραση.
Θα σου φιλήσω σχεδόν αόρατα, νυχτερινά τα μάτια για να ρουφήξω τη νύστα σου. Όλη μέρα είσαι μπροστά στον υπολογιστή και γράφεις κώδικα. Όλη μέρα σύμβολα κι έννοιες, μια εικόνα που μόνο εσύ βλέπεις.
Σταμάτησες στις 19:00, έκανες ένα μικρό διάλειμμα, φάγαμε και τώρα παίζεις με διαστημόπλοια και αποικίες του μυαλού σου.
Έχει πλάκα να σε κοιτάζω μέσα από τα πέταλα των ρόδων που έχω βάλει στο γραφείο σου. Νερό και χρώμα και ζωή και μια βεντάλια για να ταξιδεύει σύντομα το μάτι. Έχει τη δική του χάρη να σε πειράζω με το βλέμμα που και που. Και ξέρεις ότι σε παρατηρώ. Ότι σε ακολουθώ. Και σκας στα γέλια. Σχεδόν αμήχανα.
Καλή βδομάδα. Ερωτική. Πολύ ερωτική. Παιχνιδιάρικη. Με φίλους και σινεμά γαλλικό. Ελπίζω να μην είναι πατάτα το αυριανό! Με γκόμενους παλιούς και νέους. Με φιλιά, στρας και ζουμερές αγκαλιές.
Να δείχνω τις αδυναμίες μου όταν νιώθω αδύναμη. Να τις παραδέχομαι, αντί να τις ντύνω και να τις κάνω ό,τι θέλω. Σχεδόν προτερήματα. Να ξαπλώνω το κεφάλι μου πάνω στο στήθος σου, όταν είμαστε όρθιοι, να κουλουριάζομαι και να αφήνομαι ολάκερη στο όλο σου. Και το σχήμα μου ταιριάζει τελικά γάντι μέσα στην αγκαλιά σου. Τι μοναδικά τέλειο!
Μόνο σε σένα θα μπορούσα να ζητώ συγνώμη με αυτό τον ψιθυριστό, σχεδόν απολογητικό, γεμάτο αγάπη, τόνο.
Μόνο εσένα θα μπορούσα, απλώς αγγίζοντάς σε, να σε βλέπω σαν έναν πολύτιμο, καλόψυχο άνθρωπο που δε θέλω ποτέ να πάθει το παραμικρό δυσάρεστο.
Είμαι μοβ όπως τα ζουμπούλια μπροστά μου και η φαντασίωσή μου για απόψε, η παρηγοριά μου, μυρίζει τόσο έντονα όσο κι αυτά τα μικρά καμπανάκια μες το νερό.
Αφισοκολλούσα το μούτρο του Ματακίου κατά μήκος της Πατησίων. Ενημέρωνα τη γειτονιά πως έχασα τη γάτα μου και γινόμουν ρόμπα τα βράδια όταν έβγαινα έξω, μες το ξημέρωμα κρατώντας μια κονσέρβα κι ένα κουτάλι, για να τη βρω.
Ναι, ναι, τη βρήκα. Ευτυχώς δηλαδή! Μετά από ένα εικοσιτετράωρο, πολλή αγωνία και στεναχώρια, κατάφερα να την εντοπίσω.
Κρυμμένη ανάμεσα σε παλιά έπιπλα σε ένα υπαίθριο κατάστημα με συρματοπλέγματα και λουκέτα.
Τη φώναξα, μου απάντησε αμέσως. Έκανε σαν τρελή, αλαφιασμένη. Τη δελέασα με την κονσέρβα που είχα σκεφτεί για καλή μου τύχη να πάρω μαζί. Πέρασε το συρμάτινο τοίχος. Την πήρα αγκαλιά. Διέσχισα το δρόμο. Και μπήκα σπίτι.
Με τη γάτα μαζί.
Όλα είχαν τελειώσει αισίως. Κι εκείνη ήταν απόλυτα υγιής. Χωρίς ούτε μία αμυχή επάνω της.
Συγνώμη που άργησα να σου γράψω. Αλλά όλες αυτές τις μέρες είμαι αλλού. Αιστάνομαι το κορμί μου, τα πόδια μου, βαριά. Είμαι ανακουφισμένη και σαστισμένη. Δουλεύω πολύ. Και η οικογένειά μου ολοκληρώθηκε ξανά μετά από αυτή την επίπονη περιπέτεια.
Δε θέλω ρε γαμώτο να εξαρτώμαι από άλλους. Είναι το χειρότερό μου…
Και όχι. Δε θέλω να εξαρτάται η ευτυχία μου από σένα. Και κατ’επέκταση, η υγεία μου. Και κατ’επέκταση, η ίδια μου η ύπαρξη, η ψυχή μου.
Θα πάω να μείνω σ’ένα βουνό. Μόνη. Να μην περιμένω να με αγγίξει κανείς, να με αγκαλιάσεις εσύ, να κάνουμε έρωτα, να μου δώσεις σημασία.
Δε σε χρειάζομαι.
Μπορώ να με κάνω ευτυχισμένη ΕΓΩ και να ξέρω, πως μόνο σε μένα ΑΡΚΕΙ να στηρίζομαι. Πως μόνο εγώ είμαι υπεύθυνη για την ευτυχία και τη ζωή μου.
Ούτως ή άλλως, εσύ δεν είσαι πρόθυμος να κάνεις πράγματα. Κι έτσι, σπανίως σου ζητάω το οτιδήποτε, αφού ξέρω πως ακόμη κι αν τελικά κάνεις κάτι, θα είναι μετά από πολλή γκρίνια ή πίεση ή καβγά.
Οπότε, τι σου κάνει εντύπωση που μου κακοφαίνεται όταν σε χρειάζομαι κι όταν πρέπει να σου ζητήσω να βοηθήσεις σε συγκεκριμένα πράγματα;
Δεν έχω μάθει (δυστυχώς) να στηρίζομαι σε άλλους. Και δεν είναι στη φύση μου να μου αρέσει να ζητάω. Κι εσύ, επίσης, δεν είσαι εκείνος που θα τρέξει να δώσει. Και κάπως έτσι όλα γίνονται πιο ενοχικά. Πιο κλειστοφοβικά. Πιο εσωστρεφή.
Μπήκα σπίτι. Είχες σβήσει όλα τα φώτα. Τρεμόπαιζε η ζεστάδα του δέντρου σε όλο το σαλόνι.
Λαμπιόνια χρώματος πορτοκαλί χόρευαν ένα μονοπάτι μέχρι το αστέρι.
Κοίταξα τριγύρω. Τριαντάφυλλα πορφυρά παντού. Πλησίασα στο γραφείο μου. Άναψα δυο κεριά και γύρισα παιχνιδιάρικα τη γυάλινη σφαίρα που αγόρασα προχτές.
Κοίταξα βιαστικά την πολύχρωμη ώρα μέσα στο usb hub και έκανα να βγάλω το μπουφάν.
Με κάθισες στον καναπέ, δίπλα στη γάτα. Και μου ζήτησες να ακούσω κάτι…
Έσκασα στα γέλια. Και μετά σε κοίταξα με τα μάτια ορθάνοιχτα. Κι άκουσα όλο το στίχο μέχρι τέλους. Σε κοιτούσα κι εσύ το ίδιο. Μου χαμογελούσες, μου έκανες γκριμάτσες τρυφερές και μου έστελνες καρδούλες. Εμάς…
Σ’ευχαριστώ για την ερωτική εξομολόγηση, ψιθύρισα στην αγκαλιά σου, μετά την τελευταία νότα. Love of my life, Queen.
Είναι υπέροχο. Μου έκανες ερωτική εξομολόγηση. Και είσαι εδώ!
Να μη βλέπω πια. Να ξεχάσω όραση και τοπία συναισθημάτων.
Εκεί όπου κάποτε έρεε το πράσινο μάτι μου και η γλώσσα μου σκούπιζε την ψυχή μου…
Να μη βλέπω.
Ένα κλειδί να κλειδώσω το πράσινο μάτι μου.
Εγώ ήμουν για το «εμείς».
Κι εσύ για το «εγώ». Πάντα.
Και να τα ρίξω τα άστρα, πάλι η ίδια αντιστοιχία θα βγει.
Εσύ θα αγκαλιάζεις εσένα. Κι εγώ………………… εσένα.
Γι’αυτό και σ’αφήνω. Γιατί, ξέρεις, κουράστηκα. Και βαρέθηκα. Και δεν το χρειάζομαι. Δεν το αξίζω. Δεν το θέλω! Κράτα εσύ εσένα.
Κι εγώ θα μείνω για λίγο εδώ… Μέσα σε αυτή την τόσο άνετη μάσκα. Μια μάσκα με τα σωστά μέτρα. Απάθειας. Δε νιώθω τίποτα απολύτως. Με πιστεύεις;
Πόσο μ’αρέσει να σκεπάζεται το κορμί μου από ψιχάλες.
Πόσο μ’αρέσει να παρακολουθώ τις στάλες να κρεμιούνται απελπισμένες από υφάσματα τραχιά και μεταλλικές επιφάνειες, λίγο πριν, αποκαμωμένες, πέσουν τελικά στο τίποτα και χάσουν το θηλυκό τους σχήμα.
Πόσο μ’αρέσει αυτή η θαμπάδα που σχηματίζεται από την ορμή των σταγόνων.
Πάω να χωθώ στην κουζίνα. Να ανοίξω τα κιτάπια μου, να φτιάξω λεμονόπιτα. Μου μύρισε τώρα… Έτσι, κάτι να ξινίζει. Να πηγαίνει κόντρα στη θαλπωρή του εσωτερικού του σπιτιού.
Να ξυπνά με το έντονο άρωμα και το φαινομενικά ήρεμο κι επαναλαμβανόμενο χρώμα του. Πάω για λεμονόπιτα. Πάω για βροχή. Πάω για αγκαλιά.