Έστρωσα το φως
demon July 29th, 2008
Αποφάσισα να φωταγωγήσω το βασίλειό μου.
Πήγα κι αγόρασα κεριά. Μιλιούνια! Ρεσώ και τετράγωνα, ψηλά και στρογγυλά, γυμνά και σε γυάλινες θήκες…
Και τ’άναψα! Έτσι, μου τη βάρεσε και τα άναψα. Απόψε νωρίς-νωρίς.
Έβαλα ένα πάνω στον εξωτερικό. Ένα ζερβά κι ένα δεξιά από την οθόνη. Μια σειρά πολύχρωμων νεοαποκτηθέντων κεριών μπροστά από το πληκτρολόγιο κι ένα ψηλό στο περβάζι για να φέγγει στις άκρες των ματιών μου!
Να άνοιγα μήπως και τη σαμπάνια που φυλάω κάτι μήνες τώρα (από τα γενέθλιά μου) στο ψυγείο;
Κάθομαι και βλέπω το γλυκερό σκηνικό που έχτισα με μυστικιστικά μέσα και ζεσταίνομαι μέσα μου. Η ψυχή μου θέλει να σε ευχαριστήσει. Να σου χαμογελάσει. Να αφήσει τα μαλλιά της ελεύθερα, να βραχεί, να πηδήξει πάνω σου.
Κι έτσι, σηκώνομαι από το γραφείο, σου ‘ρχομαι με φόρα, πηδάω πάνω στην αγκαλιά σου την ώρα που τρως. Σου φεύγει το πιάτο, το πιρούνι, με κοιτάς με απορία.
Σου κλείνω τα μάτια. Με τα δυο μου χέρια σκεπάζω το όστρακο στο αυτί σου κι αφήνω τούτες τις λέξεις να γλιστρήσουν στην τσουλήθρα, μέσα του:
Με κάνεις να αιστάνομαι πριγκίπισσα…
Με το ρολογάκι το παιδικό, το ροζ, με το τετραδιάκι και τους μαρκαδόρους, με τα κεράκια, τον αναπτήρα τον τεράστιο που ‘ναι για φούρνο ή προσάναμμα, με την οθόνη και την καρέκλα, το κινητό που μου πήρες… με κάνεις να αιστάνομαι πριγκίπισσα, μωρό μου.
Η ψυχή μου σου στέλνει ευχές!
Τι κι αν δεν μου τα πήρες εσύ όλα αυτά; Μα κάποια από αυτά. Εγώ στο μυαλό μου τα έχω βάλει, πως εσύ μου τα χάρισες. Ίσως επειδή γίνανε όλα αυτά στη στιγμή, στην εποχή, στη στιγμή που είμαι μαζί σου. Εδώ, τώρα.
Κι εδώ, σε αυτή τη στιγμή αυτά έχω. Κι είμαι σκέτη μπαλαρίνα. Σαν τη φλογίτσα μέσα στη γυάλα, την τετράγωνη. Χωρίς καπάκι για να πετώ στο συννεφάκι μου. Διάφανη για να σου τραγουδώ ό,τι καπνό βγάζουν τα ρουθούνια της καρδιάς μου. Φωτεινή σαν το μάτι μου που σου χαμογελά. Και μπαλαρίνα, σαν την αέναη ύπαρξή μου…