demon December 6th, 2008
Ώρα 21:50.
Κάθομαι στο «ριφιφί» για φαγητό. Βλέπω από τη τζαμαρία κόσμο να τρέχει εν εξάλλω από την Εμμανουήλ Μπενάκη μέσα από τον πεζόδρομο της Βαλτετσίου προς την πλατεία.
Άνθρωποι που σαν κι εμένα, είχαν πάει για ποτό, φαγητό, κουβέντα άφηναν τα πιάτα και το αραλίκι τους κι έτρεχαν έντρομοι μακριά από το συμβάν.
Μέχρι να βγω από το μαγαζί, τεράστιοι κάδοι σκουπιδιών ήταν ήδη λαμπαδιασμένοι. Μια πύρινη γραμμή χώριζε την Εμμανουήλ Μπενάκη, στο ύψος της Ανδρέου Μεταξά.
Μπήκα να πάρω τα πράγματά μου. Ήθελα να πάω ακόμη πιο κοντά. Ζήτησα το λογαριασμό. Μέχρι να βάλω ένα μπουφάν και να πάρω το κράνος, έξω από το «ριφιφί» ήταν στημένοι ματατζήδες.
«Τι έγινε ρε παιδιά;» ρώτησα τριγύρω μου. «Μπάτσος σκότωσε με το όπλο του ένα νεαρό».
Βγήκα να καβαλήσω και να φύγω. Κάπου εκεί σε έπιασε αμόκ να μην καθυστερήσουμε. Να μη βγάλω φωτογραφία, να σκεφτώ εμάς κι όχι εμένα.
Φεύγω και σκέφτομαι να ανηφορίσω την Μπενάκη και να πάρω την Καλλιδρομίου, το παλιό μου σπίτι. Επιμένεις να φορέσω το κράνος. Κι επιμένεις να πάμε από πλατεία.
Περνώντας από την πλατεία, βλέπω τα μαγαζιά να κατεβάζουν ρολά σε χρόνο d.t. και οι περιπτεράδες να μαζεύουν όπως-όπως.
Και πριν προλάβω να κάνω οποιαδήποτε άλλη σκέψη μου την πέφτει ένας, λέγοντάς μου να σταματήσω για να μου μιλήσει. Με έχει γραπώσει από το πίσω μέρος του μπουφάν και με τραβολογά. Σκέφτομαι να μην πέσω από τη μηχανή. Σκέφτομαι να μην πέσει η μηχανή και σκέφτομαι εσένα.
Πριν προλάβει να φύγει το δευτερόλεπτο με έχουν περικυκλώσει τουλάχιστον 10 άτομα. Με ρίχνουν, μου σηκώνουν το μπουφάν, με ψαχουλεύουν, μου ζητάνε ταυτότητα, μου λένε ότι δεν είδαν την πινακίδα μου, φωνάζουν ότι είμαι γυναίκα και να με αφήσουν οι υπόλοιποι. Εσύ τσιρίζεις να με αφήσουν ήσυχη και προσπαθείς να καταλάβεις τι μου συμβαίνει γιατί δεν ακούγομαι.
Μετά από ελάχιστες στιγμές, βεβαιώνεσαι ότι είμαι ok, γιατί κυνηγάω τον έναν, φωνάζοντάς του να σταματήσει και ζητώντας του τα ρέστα. Με σταματά με το σώμα της μια αδύνατη, ψηλή κοπέλα και μου λέει: «άστο κοπελιά. Δεν ξέρεις τι έγινε. Θα το ακούσεις αύριο στις ειδήσεις. Άστον». Της εξηγώ ότι ήμουν εκεί! Κι όλοι κάνουν πίσω. Σα να μην τρέχει τίποτα, ένας κωλόγερος μου λέει ότι καλά μας έκαναν και να φύγουμε. Ότι «δεν περνάς από την πλατεία φορώντας κράνος…».
Μια κυρία μου λέει με λυγμούς πως χτύπησαν τρεις κι ο ένας πέθανε…
Χωρίς φρένο, με σκισμένη τη φόρμα, χτυπημένο το δεξί πόδι, ψηλά, και σαστισμένη, απλώς φωνάζω στο νεαρό που μου την έπεσε -από ό,τι θυμάμαι: ρε συ, είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν; Ήμουν εκεί. Γι’αυτό έφυγα. Είναι δυνατόν; Χωρίς να ξέρεις;
P.S. Μουνί, σου μοιάζω για μπάτσος; Τουλάχιστον να ζητούσες μια συγνώμη, πριν φανατίσεις τους πάντες γύρω σου. Εσύ ξέρεις ποια είμαι, εγώ απλώς ότι έτρεξες να κρυφτείς μες το πλήθος, αφού μας χτύπησες, μας έριξες τη μηχανή και μας τρομοκράτησες από το πουθενά.
P.S. 1: Αφαιρέστε τα όπλα από τους μπάτσους. Όποτε τα χρησιμοποιούν κάποιον σκοτώνουν. Τα ζώα είναι ανεγκέφαλα, δε χρειάζονται και όπλα για να το αποδείξουν. Για να γίνει κάποιος μπάτσος, είναι νεκρός, ανίκανος, φασίστας. The cop genes can’t hide!
P.S. 2: Το ’85 ο Αθανάσιος Μελίστας (μπάτσος, τι άλλο;) σκότωσε τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά, στα Εξάρχεια. (Το αποψινό παλικαράκι ήταν 16, γαμώτο). Ο μπάτσος αθωώθηκε, αφού ως ελαφρυντικό τού αναγνωρίστηκε το ότι διέπραξε το φόνο “εν βρασμώ ψυχής”. Οπότε, αν το τσογλανάκι σήμερα μας έκανε μεγαλύτερη ζημιά, θα ήταν ok, αφού ήταν εν βρασμώ, έτσι;
P.S. 3: Εσύ δεν είσαι αναρχικός ρεεε. Δεν είναι έτσι οι αναρχικοί! Τ’ακούς μαλάκα μου;