Σημαδεύω τον εαυτό μου στο σύμπαν
demon January 3rd, 2008
(Πηγή εικόνας: dark-spider.gtxartist.com)
Λένε πως τα ετερώνυμα έλκονται. Πως το λευκό τραβάει το μαύρο και η χαρά τη θλίψη. Λένε πως το νερό έλκεται από το χώμα κι ότι η φωτιά κάνει νάζια στον αέρα.
Μα αν εσύ αιστάνεσαι θλίψη κι εγώ χαρά, πώς μπορώ να είμαι μαζί σου. Αν εσύ είσαι υγρό στοιχείο κι εγώ λάβα, πώς να ζήσω πάνω σου.
Λένε πως με τα χρόνια γινόμαστε πιο σοφοί, πιο ευέλικτοι. Ναι, μα τα χρόνια χαρίζουν επίσης απαιτήσεις. Δεν ανέχεσαι εύκολα την ανοησία, δεν ανέχεσαι πια ό,τι κι ό,τι. Είσαι εκεί, ξέρεις και ζητάς. Κι ό,τι είναι παράταιρο, το αφήνεις πίσω.
Όταν χάνομαι στην υδρόγειο που έχουν σκιτσάρει τα σωθικά μου, σκέφτομαι για μένα. Για αυτό που ανασαίνω και που το λένε ζωή, για αυτό που λαχταράρω και που το λένε όνειρο, για αυτό που έχασα και που το λένε παρελθόν.
Πόσο εύκολα μπορώ να φύγω από την αλήθεια του αιόλων, είναι θαυμαστό. Όσο μεστά περπατώ, πράττω, πονώ, τόσο φυσικά και λεία μπορώ απλώς να αφήσω το σώμα μου πίσω και να γλιστρίσω πάνω από όλα.
Σχεδόν τρομακτική η ευκολία με την οποία χαράσσονται τα ταξίδια μου. Λες και το αερόστατο περιμένει κάθε βράδυ πάνω από το κεφάλι μου. Με το φιτιλάκι του έτοιμο, να προεξέχει στην ακρούλα. Κι εγώ, με το σπίρτο στο χέρι, μόλις νιώσω ελαφριά σαν τίποτα, δίνω μια και το μπαλόνι φεύγει ψηλά. Πάνω από πρόσωπα και χρώματα. Γιατί χρώματα δε βλέπω ποτέ! Μόνο αιστάνομαι και κυβερνώ στο ταξίδι αυτό το “σώμα” μου. Ένα πέπλο που μπορεί να κινείται ανάμεσα σε υπάρξεις-πλανήτες. Άλλοι γνώριμοι κι άλλοι στέκουν εκεί σαν τη σημαδούρα, τη λάμπα στην κολώνα.
Και πίσω, κάτω από τα σεντόνια, περιμένει η ψυχή μου, δεμένη σα μικρό βαρίδι. Και μου στέλνει οδηγίες, για το πού θα πάω. Και τι να δω εκεί πάνω, στον άχρωμο κάμπο.
Κι όταν προσγειώνομαι, διαδικασία που θέλει το χρόνο και την προσοχή της, οι κλειδώσεις μου μπαίνουν στη θέση τους και οι αισθήσεις μου μπαίνουν σε καλούπι, μορφή, ύλη.
Κι αιστάνομαι μια πληρότητα γι’αυτό που πραγμάτωσα. Μια ανακούφιση που μπόρεσα να ελαφρύνω το σύμπαν μου. Έδωσα στο φάντασμά μου, εκεί πάνω, μερικές από τις μπίλιες του ασυνείδητού μου. Μερικές από τις σταγόνες του άγχους μου. Λίγο από το ουράνιο τόξο του εφιάλτη μου.
Κι αφού κόψω τη χορδή με ασημένιο άγγιγμα, δίνω υπόσχεση για το επόμενο ταξίδι. Να έχω ψυχή, να γεμίσω το σακούλι της και να καθρεφτίσω όσα περισσότερα ψήγματα αέρα αντέξω. Και στην επόμενη αποταμίευσή μου, θα περάσω και πάλι να σε επισκεφτώ, για πολύ λίγο. Όσο μοιάζουν δέκα δευτερόλεπτα!