Πάω στο συννεφάκι μου
demon January 27th, 2008
Αχ αυτές οι Κυριακές. Λες και ξέρουν τι επίδραση έχουν πάνω μου, τα τελευταία χρόνια αυτής της ζωής κάνουν την εμφάνισή τους κάθε εβδομάδα. Δεν μπορούν κι αυτές να έρχονται πιο αραιά και που ώστε να τις εκτιμώ λιγουλάκι παραπάνω;
Και σήμερα… Κυριακή. Δεν έχει ζεστάδα όμως τούτη η Κυριακή. Μήτε φως γλυκό και στρογγυλό. Η μέρα είναι άσπρη, χλωμή, αρρωστιάρα.
Λέτε, αν φυσήξουμε όλοι μαζί, να φύγουν τα δάκρυά της, μαζί κι αυτό το πένθιμα λευκό πέπλο που σκεπάζει τα όνειρά μας; Αυτό το ομιχλώδες τίποτα που καλύπτει τον ουρανό; Κοίτα ψηλά!
Αυτό το παχύ στρώμα που έχει κουρνιάσει εκεί πάνω και δε σε αφήνει να δεις σύννεφα ή αστέρια, φεγγάρι ή λάμψεις, σφαιρικά πετούμενα ή τον κεραυνό του Δία.
Νάτη η Κυριακή ξανά!
Αν τραβήξω αυτό το σχοινάκι που κρέμεται, αυτό το αυτάκι που προεξέχει, θα σηκωθεί απότομα, θα ζαρώσει η ασπρίλα της σημερινής Κυριακής, σαν υφασμάτινο στόρι;
Και θα φανεί άραγε από πίσω το τζάμι με έναν πελώριο, μυθικό κήπο σε σχήμα λαβύρινθου;
Με την Αλίκη να τρέχει ξοπίσω από τα τραπουλόχαρτα,
τον Τεν-Τεν να οδηγεί αγκαλιά με τον Μιλού το υποβρύχιο του καθηγητή,
τον Αστερίξ να κυνηγά Ρωμαίους την ώρα που ο Οβελίξ ψάχνει τα μενίρ του,
την Πίπη Φακιδομύτη αιχμάλωτη των πειρατών,
τον Πίτερ Παν να πετά χεράκι-χεράκι με τη Τίνκερ-Μπελ πάνω από δροσερά φύλλα, κατάρτια και αιώρες…
Είμαι παιδί!!!
Είμαι παιδί σε μια παραμυθένια Κυριακή… Στην οποία, το σπίτι σηκώνεται από τα θεμέλιά του. Στροβιλίζεται με απίστευτη ταχύτητα γύρω από τους κόκκους του αέρα κι εκσφενδονίζεται σε κάποια άλλη σφαίρα, σε άλλο χρόνο, άλλη μνήμη.
Και γίνεται καλύβα και σκηνή, ιγκλού και σοφίτα, ποταμόπλοιο και το ξύλινο σπιτάκι για παιδιά πάνω στην ελιά.
Τόσο εύκολο… Δεν είμαι εδώ. Δε μένω Αθήνω. Δεν είμαι μέσα σε έναν προστατευμένο χώρο που τον λένε σπίτι. Δε νιώθω τι γίνεται τριγύρω, δε βλέπω έξω, δεν έχω τηλέφωνο, ούτε εσένα. Όποιος κι αν είσαι εσύ!
Δεν είμαι εδώ! Πάω στο συννεφάκι μου.