Archive for January 6th, 2008

Εγκλωβισμένη σαν τη νότα στο πεντάγραμμο

January 6th, 2008

Είμαι κλειδωμένη στο σπίτι σου και περιμένω να επιστρέψεις, να μου ανοίξεις, να γυρίσεις το κλειδί.

Έχεις πάει σε επαγγελματικό ραντεβού, αφού τηλεφώνησες, πλύθηκες και μου χάιδεψες τα μαλλιά στον φωτεινό μου ύπνο.

Σηκώθηκα αμέσως μόλις εξαφανίστηκες και σε βρήκα στην οθόνη μου. Ένα ραβασάκι γεμάτο τύψεις κι εσωτερικά ερωτηματικά διάγνωσα εγώ, έναν έντονο χτύπο καρδιάς αφιέρωσες εσύ.

Πάλι σπαζοκεφαλιά ζωγράφισες, πάλι μάζεψες όλες τις άκρες του μαλλιού και τις έπλεξες σε καλάθι. Πάλι, μετά το άραχνο χιούμορ που ματώνει και την άβολη νύχτα, έρχεται ο ήλιος όλων των Κυριακών.

Έτσι είναι τις Κυριακές. Ήλιος, φως, μια ζεστάδα. Δεν υπάρχει αυτή η λέξη ε; Ξέρω γω. Αυτό μου βγήκε τώρα, τελείως αφαιρετικά.

Κι όμως, αφού σάλεψε μέσα σου… Φυσικά και υπάρχει!

Ένα κουλούριασμα, μια βροχή από λέξεις που σε προστάζουν είτε να μείνεις μέσα, να τυλιχτείς στις κουβέρτες και να γουργουρήσεις είτε να τεντώσεις το σώμα σου έξω, υποβάλλοντάς το σε περιπάτους και οπτικά τσεκαρίσματα, κάτω από την ομπρέλα της ζεστής ψύχρας. Ιανουάριος είναι, να μην κάνει κομματάκι κρύο;

Βασιλεύει τριγύρω εκείνη η παγωμάρα, που αν περπατήσεις μέσα της με ταχύ βηματισμό, δεν θα ιδρώσεις ποτέ. Ναι, η ζεστάδα της Κυριακής βγήκε και σήμερα σεργιάνι.

Έχει σκαρφαλώσει στο πατάρι και ρίχνοντας τον προβολέα προς το μέρος μου, εξηγεί το ορισμό της μέρας: βάλε την πιο ζεστή σου φορμίτσα, πιάσε αλογοουρά τα μαλλάκια, σκέπασε τη μήτρα σου με την μπλε κουβέρτα και δες καρτούν στην τηλεόραση, χορταίνοντας τον ουρανίσκο σου με αλμυρές και γλυκές σαβούρες.

Είναι Κυριακή, τι τα θες; Δώσε ρεπό στην ψυχή σου σήμερα. Μην την κουράσεις πολύ μωρέ.

Άσε τη σκέψη για αύριο πάλι.

Αφού εδώ θα είσαι.

Κλειδωμένη.

Να θες και να μη θες.

www.west-bend.k12.wi..us

Είμαι η γάτα, κάνεις το ποντίκι;

January 6th, 2008

(Πηγή εικόνας: www.irtc.org)

Κατά τις 5 το πρωί γυρίσαμε σπίτι μετά από κοινωνική έξοδο. Δεν ήθελα να ξενυχτήσω άλλο. Δεν ήθελα να μείνω ξύπνια. Αλλά δεν ήθελα και να είμαι μαζί σου. Στον ίδιο χώρο, πόσο μάλλον στο ίδιο κρεβάτι, αναπνέοντας το ίδιο μαξιλάρι και το ίδιο δέρμα.

Μου έβαλα να πιω ένα τζιν, straight πάντα, και γλίστρισα στον υπολογιστή. Δεν είχαμε Internet γαμώτο. Που σημαίνει ότι πάει και η εναλλακτική μου. Όταν νυστάξω πολύ, να κλέψω το μαξιλάρι μου, να πάω στο σαλόνι και βλέποντας On να κοιμηθώ εκεί, μέχρι το επόμενο πρωί να με βρεις παγωμένη, νυσταγμένη και ψυχρή όπως με έχτισες.

Έμεινα λιγάκι στο γραφειάκι μου, έπαιξα χαρτιά, άκουσα μουσική, μάλωσα τις γάτες προσπαθώντας να εκτονώσω εκεί, ξημερώματα, τη συσσωρευμένη θλίψη.

Εσύ με πίεζες σαν την ανάσα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να σε κοιτάξω. Πονάει…

Να σου πω… “Πες μου!”, τι θες να σου πω; “Ξέρεις…”.

Ναι, ξέρω. Αλλά τι να σου πω όταν έχεις γραπώσει ένα στιλέτο και χαρακώνεις απολαυστικά -για σένα- τις φλέβες μου; Ότι σ’αγαπώ;

Είναι δυνατόν; Πόσες αντοχές…

“Αγκάλιασέ με”. Μα, πως να σφίξω το κορμί σου γύρω μου όταν με έχεις απομαγνητίσει; Όταν τα μέλη μου κρέμονται και σαν το φάντασμα έχω γίνει ευλύγιστα διάφανη, πώς να χουφτώσω τη δική σου την ψυχή όταν ακόμη ψάχνω το βέλος σου.

Τροφοδοτείς μια ζήλεια που δεν ένιωσα ποτέ (άλλοτε).

Τρέφεις έναν ηλεκτρισμό που δεν ταιριάζει στο ατίθασο κεφάλι μου.

Προσπαθείς εντέχνως να με κάνεις πιο “γυναίκα” από ό,τι μου επιτρέπει η θηλυκότητα μέσα στον τσαμπουκά μου.

Θέλω απλώς να μαζέψω τα δάχτυλά μου και να φύγω από δω μέσα. Να βρεθώ σπίτι μου, να βρεθώ έξω, μακριά, σε ένα αποστειρωμένο ή τελείως βρώμικο κι ανακατεμένο περιβάλλον.  Δε θέλω να είμαι εδώ, να περιμένω να διορθώσεις, να ανακαλέσεις, να σοβαρευτείς.

Θέλησα να μαλακώσω τη ζωή σου. Να μπω στη νύχτα σου και να ψεκάσω τις καθημερινές σου στιγμούλες με μένα. Ένα παιχνίδι από μένα, ένα από σένα. Μια κίνηση έρωτα, μια κίνηση καταστροφής. Ένα βήμα δέσμευσης, ένα βήμα αποτραβήγματος. Ένα δέσιμο, ένα χάσιμο, ένα “είναι”, ένα “έχω”. Ένα “δίνω”;

Σε κάθισα στα γόνατά μου και σου ψιθύρισα με περισσή προσήλωση: Πολλές φορές εύχομαι…

Και χαστουκίζοντας το οξυγόνο μου, με διέκοψες αγενώς: “Να πεθάνω;”.

~

Κρατώντας έναν τεράστιο καθρέφτη, όσο είναι ο ουρανός που μου ανήκει, σε ρωτώ: “Είμαι η γάτα, κάνεις το ποντίκι; Θα ξεσκίσω ό,τι φοράς κάτω από τα ρούχα σου. Παρέδωσε ΤΩΡΑ ό,τι μου ‘κλεψες.”