Χάρηκα για τη γνωριμία…

demon December 17th, 2007

(Πηγή photo: www.pages.drexel.edu )

Αγγίζω την τραχιά σου παλάμη και περνάω τα δάχτυλά μου μέσα από τα δικά σου, όπως κάνεις εσύ όταν μου ξεμπλέκεις τα μαλλιά από το αγέρι.

Ένα-ένα τα δάχτυλα κουμπώνουν στη σωστή θέση. Και γλυκά σφίγγουν το δέρμα σου.

Το μάτι μου τυλίγει το αριστερό σου μάγουλο με απίστευτη τρυφερότητα και η λάμψη από το χαμόγελο που μου βγάζεις ζεσταίνει τα βλέμματά μας.

Το κάτω χείλος μου μόλις που ακουμπά το δικό σου επάνω, αφήνοντας ένα ερωτικό αποτύπωμα. Μια μικρή δόση. Ξέφρενης λαιμαργίας και πόθου που ξεχειλίζει από το πρώτο ξημέρωμα που περάσαμε μαζί.

Τότε που τα παράτησες όλα και ήρθες να με βρεις στο κωλονήσι, όπως το λες. Κι αυτό, διότι δεν αντέχεις τη θάλασσα. Ήμουν Σαντορίνη για δουλειά, για επιβίωση, για διάλειμμα και ανασύνταξη των λέξεων μέσα μου.

Κι εσύ θρονιάστηκες μέσα στο πρώτο πλοίο που σάλπαρε ελάχιστες ώρες αργότερα, για να διαπιστώσεις αν όντως είμαι το ξωτικό που σε έκανε να αιστανθείς τόσο ελαφρύς. Ευτυχισμένος κι ερωτευμένος μετά από καιρό, όπως μου είπες.

Κι από τη στιγμή, το απόγευμα της Τετάρτης, που σου έδωσα το σημειωμένο με αστερίσκους και καλλιγραφίες χάρτη, τα κλειδιά του δωματίου κι εκείνο το άγγιγμα το φευγαλέο και κάπως νευρικό, δε χωρίσαμε.

Κι επιστρέψαμε μαζί Αθήνα, σπίτι. Ταξιδέψαμε μέσα στην ομίχλη παρέα. Με τα μπαγκάζια μου φορτωμένα στις μηχανές, με την υπόσχεση και τα όνειρα διαιρεμένα στα δύο μεταφορικά μας μέσα. Με τον ίδιο προορισμό. Και την ίδια γεύση.

Να ρουφήξουμε τη ζωή. Ν’αφεθούμε στη ζωή. Να προσθέσουμε στις ζωές μας.

“Χρόνια μας Πολλά”. Να σε κάνω ευτυχισμένο. Κι εσύ, να είσαι εκεί!

σ’το αfιερώνω…

our hands!!!

Το μυστήριο των στιγμών

demon December 14th, 2007

Μπες στο τρενάκι και κάνε το γύρω της ζωής σου… Δε θες να ξέρεις τι θα γίνει, μόνο ότι θα γίνει!

Κοίτα μέσα από τα φινιστρίνια στη σειρά, τον ήλιο να ανατέλλει, τις καμινάδες να καπνίζουν, τις φάσεις της σελήνης, την αναγέννηση της πεταλούδας.

Νότες στη σειρά, χαλαρές, άλλες πάνω άλλες κάτω από το πεντάγραμμο. Δύο κλειδιά, τέσσερις φωνές, ένα οπερετικό σύνολο από εκρήξεις και λυρικότητες, ανάσες και παλλόμενα σωθικά.

Νοικοκύρεψε τα όνειρά σου μέσα στα καθίσματα κι άστα να ταξιδέψουν, να πάρουν ιδέες, να βγάλουν φωτογραφίες, να ξαποστάσουν σε πόλεις και κανάλια, να αποκτήσουν σουβενίρ από χείλη που γεύτηκαν και κορμιά που δε θα διαβάσουν.

Δέσου πάνω στο γεράκι και κάνε επίθεση στις πιο μυτερές κορυφές, στα πιο γλιστερά, απόκρημνα και κατακόρυφα βράχια, σε πλαγιές ασπρομαλλούσες  με καφετιά, τρύπια και γεμάτα φραμπαλάδες φουστάνια.

Η μόνη υπόσχεση που δίνω είναι ότι δεν θα πάψω ποτέ μου να φαντάζομαι, να σκέφτομαι, να ονειροπολώ, να θέλω, να δίνω μορφή.

Να παίρνω μορφή.

Πάνω στα πουλιά και τα θηλαστικά, τις πύρινες τούφες και τις καλοσχηματισμένες καμπύλες του νερού.

Πυρ και ύδωρ, η ζωή μου η ίδια μια συχνότητα. Η απουσία μου άμμος τυλιγμένη γύρω από τον αέρα και το πρόσωπό μου σκάλισμα πάνω σε γη.

Πηγή: dorothyphoto.com

Εξομολόγηση μιας ηλιακής σελήνης

demon December 12th, 2007

Σ’ευχαριστώ που μου μαγείρεψες. Ξέρω, σε έβαλα να φτιάξεις κάτι αποκλειστικά και μόνο για μένα. Εσύ είχες να φας. Εγώ ήθελα κάτι άλλο. Κι έτσι εσύ το έκανες, για να με ευχαριστήσεις, υποθέτω. Μετά από γκρίνια, μετά από πάμπολλες γκριμάτσες και μια άβολη κατάσταση που φρόντισες να μου γνωστοποιήσεις.

Σ’ευχαριστώ που νοιάζεσαι και κάνεις ό,τι σκέφτεσαι όποτε το σκέφτεσαι για μένα. Θα μπορούσα φυσικά και χωρίς αυτό. Θα μπορούσα φυσικά και χωρίς το φαγητό ΣΟΥ. Τη βγάζω και με ψωμί και τυρί είναι η αλήθεια. Χιλιάδες μέρες της ζωής μου το έχω κάνει. Δε θα λιμοκτονήσω, μα ούτε και θα γκρινιάξω. Και σίγουρα δε θα θεωρήσω ότι χρωστάω κάτι σε κάποιον. Ούτε καν στον εαυτό μου.

Κι αυτή είναι μονάχα η αφορμή.

Δεν ξέρω αν τραβάω το σχοινί. Δεν ξέρω αν μας βάζω ιδέες ή σου δίνω πάτημα. Δε με νοιάζει αυτή τη στγιμή.

Δεν έχεις όμως το δικαίωμα να με κάνεις έτσι. Κι αν με κάνεις τώρα έτσι, που είσαι ερωτευμένος όπως λες, τι θα γίνει μετά; Γιατί με φορτίζεις έτσι, τόσο; Επειδή είχα καιρό να κάνω σοβαρή σχέση; Επειδή έχω υπερβολικά πολλές απαιτήσεις από σένα και τη συμπεριφορά σου; Επειδή σε βλέπω σαν σύντροφο ζωής και σαν τέτοιος θέλω να μου φέρεσαι;

Έσπασε το πρώτο κομμάτι της αλυσίδας.

Ζυγίζω ή τουλάχιστον προσπαθώ. Όταν είναι τόσο νωρίς, δεν θα έπρεπε να είναι μόνο κόκκινα; Είμαστε περισσότερο καλά ή όχι; Γιατί μπαίνουν ως δια μαγείας τόσα εμπόδια;

Ναι, πάει γρήγορα αλλά το σημαντικό είναι ότι πάει από μόνο του. Ότι κανείς μας δεν το βίασε, δεν το έτρεξε, δε μεσολάβησε. Ρολάρει, πάει καλά, πάει σταθερά. Και ξαφνικά χειρόφρενο. Λογική, υπολογισμοί, ανασφάλειες.

Ναι έχω μάθει ή έτσι είμαι να λέω τι έχω, να μιλάω, να παλεύω, να λύνω.

Και ναι, γούσταρα που ήμουν εργένισσα, γκόμενα, ελεύθερη. Γούσταρα που έκανα ό,τι μαλακία εμφανιζόταν μπροστά μου. Και έκανα πολλές. Μέχρι 3 μέρες πριν σε γνωρίσω.

Γουστάρω να έχω χύμα το σπίτι μου. Να βλέπω όποιον θέλω όποτε το θέλω. Να ξενυχτάω, να πίνω, να κραιπαλιάζω, να πηδιέμαι. Γούσταρα να τα φτάνω όλα στα άκρα και να μη με περιορίζω.

Και τώρα…

Τώρα γουστάρω που σε γνώρισα, που έκανα σχέση μαζί σου, που είμαστε μαζί, που σε έχω, που φτιάχνουμε μια ζωή κοινή.

Γουστάρω που μοιράζομαι εμένα με σένα. Που κοιμάμαι δίπλα σου, που κάθομαι δίπλα σου, που μπορώ να αγγίξω το πρόσωπό σου, που μπορώ να ρισκάρω για μας, που υπάρχουμε εμείς.

Γουστάρω που δεν μπορώ να κάνω άλλες μαλακίες. Γιατί δεν τις χρειάζομαι. Γιατί δεν τις αισθάνομαι. Τον περισσότερο καιρό τουλάχιστον.

Αλλά σε έχω μέσα μου. Και όταν ονειρεύομαι, και όταν ψωνίζω, και όταν καθαρίζω, και όταν γδύνομαι, και όταν μιλάω, και όταν κάνω σχέδια! Σε υπολογίζω γαμώτο. Κάθε στιγμή. Και το δείχνω! Γιατί θέλω να αναπνέω μαζί σου και γιατί αισθάνομαι, πως δε θέλω να είμαι μακριά σου, δε θέλω να ζήσω πλέον χωρίς εσένα.

Μου αρέσεις.

(Και δε θέλω λογική σε αυτό)

Πηγή: performingarts.ufl.edu

Ζωή… άναψε!

demon December 10th, 2007

Το βλέμμα σου στάθηκε μπροστά μου και με ρώτησες: “Τελικά θα μείνουμε μαζί; Θα συγκατοικήσουμε ή θα το αφήσουμε μέχρι να μας ξαναχτυπήσει την πόρτα από μόνο του;”. Μακάρι να ‘ξερα. Άγχος, πίεση. Γιατί όταν συμβαίνει κάτι τόσο όμορφο, πάντα κάποιος τοίχος να είναι έτοιμος να σε συνθλίψει;

Μόνο τελικά στον ύπνο απολαμβάνεις τελείως τη σιωπή και τις εικόνες, χωρίς σφυριά πάνω από το φωτοστέφανό σου; Μόνο όταν πέσεις στα σεντόνια δικαιούσαι να γευτείς εκείνο το κομμάτι του μανιταριού που τρώγεται; Ο ξύπνιος σε δηλητηριάζει πάντοτε; Σου ρίχνει με το σταγονόμετρο την πικρίλα που “πρέπει” να υπάρχει, για να εκτιμήσεις περισσότερο τα πλασματάκια που υφαίνουν τη μοίρα σου;

Δεν ξέρω. Δε θέλω να ξέρω. Δε θέλω να πρέπει να αποφασίσω εγώ!

Εσύ γιατί δεν το κυνηγάς, γιατί δεν το οργανώνεις, γιατί δεν το παίρνεις επάνω σου; Να κρατήσεις εσύ, τούτη τη φορά, το ζάρι. Να το γυρίσεις εσύ και να κάνεις εσύ τα βήματα πάνω στα νταμάκια. Και να διαπιστώσεις ποια είναι στέρεα και ποια παγίδες. Δεν είμαι εδώ. Απουσιάζω.

Άφησέ μου την απόφασή σου πάνω σε ροδοπέταλο γραμμένη. Κι ένα φιλί δίπλα της.

Θέλω γαμώτο. Να ‘ξερες πόσο. Μύριες στιγμές έχει τρυπώσει αυτή η επιθυμία στο φιλμάκι του μυαλού μου. Εσύ-εγώ σε ένα σπίτι, στο δικό μας χώρο, που θα τον κοσμήσουμε από την αρχή με τις ανάγκες και τις νοστιμιές μας, με τα καλούδια και τα αποκτήματά μας. Σε ένα σπίτι, δικό μας, που θα κατακτήσουμε κάθε σπιθαμή, κάθε γωνιά του. Κάνοντας έρωτα, ντύνοντας, βάζοντας, βάφοντας, κρεμώντας.

Όνειρα και πίνακες, στολίδια και αύρες.

Τι να κάνω, δεν ξέρω. Τι θέλει χρόνο, τι θέλει απλώς να το ακούσεις, τι θέλει αποφασιστικότητα, τι θέλει σοφία.

Λογική και συναίσθημα. Ποτέ δεν την συμπάθησα την ορθή σκέψη. Πάντα ήμουν βουτηγμένη στο γκάζι, πάντα ήμουν άνθρωπος των αισθήσεων. Πάντοτε ζούσα στις αντιδράσεις, στο χάσιμο, στην απόλυτη διαίσθηση κι αποπλάνηση του χώρου και του χρόνου. Κι όταν χρειαζόταν έφερνα τις πιο τετράγωνες και γρήγορες λύσεις. Ισορροπία στο χάος και τα άκρα μου.

Αλλά τώρα… Απλώς δεν ξέρω. Και δεν έχω χρόνο. Και η ζωή με πιέζει, τα σχέδιά μου, τα πλάνα μας.

Δε θέλω κεραυνούς. Και δε θέλω μιζέριασμα. Απλώς όσο φυσιολογικά ρέει το αίμα μου, τόσο απλά να γίνει η ανάγκη κίνηση. Ένας στρόβιλος που θα πάρει τα πινέλα, τα λάδια και τον καμβά και θα μεταμορφώσει το σκόρπισμα σε ζωντανή… ζωή. Έτοιμη να τη ζήσουμε. Έτοιμη να την πυρπολήσουμε!

fire

Πηγή: www.afropop.org

Κρατώ τη νύχτα

demon December 9th, 2007

Πόσοι άγγελοι χρειάζονται για να σηκώσουν τη δική σου την ψυχή; Έχεις “δει” περπατώντας μόνος ξημερώματα σε κάποιο σκοτεινό και ανήμερο δρόμο, πως τα γύρω σου ζωντανεύουν; Κι αντί να φοβάσαι, εσύ αισθάνεσαι να σε αγκαλιάζει το πλακόστρωτο κι ο αέρας, οι λαμπτήρες και τα λιγοστά φύλλα; Νιώθεις να γίνεσαι ένα με τις νυχτερινές, προχωρημένες φοβίες και να τις μετουσιώνεις σε δύναμη;

Πώς να εμπνευστείς από μια εικόνα, ασπρόμαυρη μορφή με φτερά κύκνου κι αετού μαζί, μαλλιά μακριά που χαϊδεύουν το πάτωμα, το όριο. Κουλουριασμένη γύρω από την αύρα της, κρύβοντας ελαφρώς το γυμνό της στήθος, κρατώντας ένα λουλούδι και κοιτάζοντας το καθρέφτισμα.

angel

Πηγή: www.selinafeneh.com

Έτσι είμαι κι εγώ τις νύχτες μου. Κυρτή, κρύβω τις αμυχές κι αφήνω τα όνειρα να φυτρώσουν και πάλι στην πλάτη μου. Κρατώ το νόμισμα της μέρας που πέρασε. Κάλπικο. Ξύλινο; Ή τσίγκινο; Έχω αφημένα τα μαλλιά να γλείφουν τα δάχτυλα των ποδιών μου, να με γαργαλάνε και κοιτάζω τον πάτο αυτού του πηγαδιού. Την αντανάκλαση των άστρων που πάνω στην επιφάνεια του νερού ενώνουν τις ουρίτσες τους και γίνονται ένα παιχνίδισμα από διαμαντάκια.

Καλωσόρισέ με στον κόσμο και σκέπασέ με με τους μύες του ζεστού σου κορμιού.

Το ροζάριο

demon December 7th, 2007

Έχω κολλήσει το μούτρο μου στο τζάμι, πίσω από τα ανοίγματα που σχηματίζουν οι περσίδες και κοιτάζω τους περαστικούς κάτω στο δρόμο. Πολύχρωμα πουλόβερ με φούντες, ρίγες και σχεδιάκια κινούνται με ταχύτητα στο πεζοδρόμιο. Άλλα σώματα φορούν σιδερωμένα, φρέσκα πουκάμισα προστατευμένα κάτω από σακάκια, κι άλλα έχουν κρυφτεί μέσα σε μπουφάν φουσκωτά και ζεστά. Να κι ένας που αντέχει με κοντομάνικο.

Καμιά φορά έτσι όπως παραπατάω ακόμα από τον ύπνο, το απότομο φως και την ένταση των ονείρων, νομίζω ότι έχω εγκλωβιστεί σε ξένο σκηνικό. Δεν αναγνωρίζω αυτές τις φιγούρες που λυσσαλέα πιάνουν χώρο στους δρόμους, που κορνάρουν, λιγοστεύουν το οξυγόνο, χειρονομούν, περιφέρονται άσκοπα. Το μάτι μου ακολουθεί τις άυλες σκιές που αφήνουν πίσω τους.

Πολλοί δεν είμαστε; Υπάρχει λόγος; Όλοι αξίζουμε, όλοι θα κάνουμε; Η πλειοψηφία απλώς υπάρχει για να ενοχλεί, για να δυσκολεύει και να καθυστερεί τους λίγους.

Θα μου πεις όλα χρειάζονται. Και το άσπρο και το μαύρο και η χαρά και ο πόνος και το ελαφρύ και το βαρύ και το σημαντικό και το ανούσιο. Εντάξει.

Αυτό τώρα μου μοιάζει με μια τεράστια επιτοίχια κατασκευή. Με μια επιφάνεια γεμάτη κουτάκια από πάνω μέχρι κάτω. Κι ακόμη πιο κάτω. Κάθε άνθρωπος είναι τοποθετημένος μέσα σε ένα κουτί. Εκεί μέσα είναι η ζωή του, οι συγγενείς του, οι εφιάλτες, τα πράγματα, τα αποκτήματά του. Κάθε φορά που εσύ διαλέγεις, παίρνεις μαζί και το κουτί. Ανοίγεις, τραβάς προς τα έξω και κουβαλάς μαζί με το πλάσμα και όλες τις στιγμές του. Όλη τη μοίρα, το κουβάρι, το ποίημα.

Και η παγίδα είναι πως, ακόμη κι αν θες μονάχα τον άνθρωπο, είσαι υποχρεωμένος να μετρήσεις όλους τους κόμπους στο ροζάριο. Κάθε έναν, όσο σφιχτός κι αν είναι.

Να σου δώσω το όνειρό μου;

demon December 6th, 2007

Ξύπνησα πριν από λίγο. Νόμιζα ότι θα είχε ξεμουδιάσει το σώμα μου, ότι θα είχαν ξεκοκαλώσει οι αρθρώσεις μου. Πίστευα ότι θα είχε επιρροή η αλλαγή ημέρας. Πέμπτη δεν έχουμε; Δεν έφυγε η Τετάρτη ακόμη; Πέμπτη με γέννησε η μάνα μου. Πέμπτη πήρα ζωή.

Κι όμως, μυρίζεις το ίδιο. Αγγίζεις το ίδιο. Ούτε εσύ άλλαξες. Έμεινες στάσιμος όπως το βάρος της μέρας. Κι εξακολουθείς να με κοιτάς σαν υπνωτισμένος. Δεν ξέρεις τι συμβαίνει; Αφού εσύ το προκάλεσες. “Σ’αγαπώ. Με άκουσες;”. Ναι σε άκουσα. Και; Να γυρίσω τον τροχό μόνη; Δεν προσπαθείς να το απαλύνεις. Δε βλέπεις καν. Τι με κοιτάς, ε; Θα βγάλει η γλώσσα σου χρώματα και με φιλάς ή μήπως θα αναπτύξεις διάφανα φτερά στην πλάτη και μ’αγκαλιάζεις;

Και πως θα σβήσει αυτή η γεύση; Θα την πάρει μαζί του το αεράκι της νύχτας; Ή θα ρίξεις από πάνω τα διορθωτικά βοτάνια;

Πως συμβαίνει να με χαστουκίζεις και να μου χαμογελάς; Πως είναι δυνατόν να με χαρακώνεις και να με αγγίζεις; Πως γίνεται να μου ξεριζώνεις την ευτυχία και να απλώνεις το χέρι; Εγώ τι είμαι τώρα;

Το οξυγόνο δεν περνά μέσα από το τζάμι. Και το φεγγαρόφωτο δε φτάνει μέχρι τη γη. Το πόμολο είναι μακριά και τα κρόσια από το χαλί έχουν τυλιχτεί σφιχτά γύρω από τα πόδια μου.

Όλο το δωμάτιο, κάθε γωνιά και ξεφλούδισμα, κάθε γείσο και αέτωμα, κάθε τρύπα και κενό, κάθεται πάνω στην ψυχή μου. Όπως ο πλαστικός φελός ταπώνει το μπουκάλι.

Είσαι δίπλα μου κι όμως δεν κοιταζόμαστε. Ούτε που ξέρουμε τι κάνουμε. Μήπως να ξανακοιμηθώ;

Να ξαπλώσω και να ανοίξω τα βλέφαρα όταν θα μου χτυπήσει την πόρτα η μέρα; Η κανονική, επόμενη μέρα. Η φωτεινή, γεμάτη Πέμπτη. Η Πέμπτη της ζωής μου.

Αφήνω τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι, τις σκέψεις μου στο πάτωμα, το νυχτικό μου να πέσει στην κουβέρτα και το δέρμα μου στο μαξιλάρι. Ξύπνα με αύριο. Ανασήκωσε τα μαλλιά μου, φύσηξε μέσα στο στόμα μου και βάψε τον αφαλό μου.

Θες ακόμη να μείνω και να στολίσω τους εφιάλτες σου; Θες ακόμη να ξυπνήσω; Θες ακόμη τη ζωή μου δίπλα στη δική σου;

Σάρκα

demon November 28th, 2007

Είσαι σπίτι και κοιμάσαι. Σε φαντάζομαι. Χωμένο κάτω από τις κουβέρτες, με τα μαξιλάρια πάνω στο πρόσωπό σου και το στόμα σου ελαφρώς ανοιχτό! Γυρνάς πλευρό αλλά δεν είμαι εκεί. Ψαχουλεύεις στα σκοτεινά με το χέρι τα δροσερά σεντόνια της μεριάς μου, αλλά δεν πιάνεις κωλαράκι. Κάτι λείπει από εκεί. Οι καμπύλες μου!

Γυρνάς ατάραχος στον τοίχο σου και συνεχίζεις να ροχαλίζεις ελαφριά. Ίσως την επόμενη φορά που θα με αναζητήσεις με τα χέρια σου, να εμφανιστώ! Ίσως πάλι να καταλάβεις ότι λείπω και να πεταχτείς στον ύπνο σου. Ναι, θα το ήθελα.

Θα ήθελα όμως να ήμουν εκεί και να σου χάιδευα το πρόσωπο. Ή απλώς να σε κοιτάζω μέσα από τις χαραμάδες που σχηματίζει το απόλυτο σκοτάδι. Να ψηλαφίσω την πλάτη σου. Να βάλω το χέρι μου στο στήθος σου και να νιώσω τις ανάσες σου. Να σε αφήσω στους ύπνους σου, με τη σιγουριά ότι είσαι στο διπλανό δωμάτιο.

Να προσέχω να μην σε ξυπνήσω, να μην κάνω θόρυβο, να μην πατήσω εκείνο το σημείο στο ξύλινο πάτωμα που είναι ασταθές. Να μην αγγίξω πολύ δυνατά τον ύπνο σου.

Θα μου φυλάξεις μια θέση στο όνειρό σου; Κι ως θεατής έρχομαι. Να καθίσουμε παρεούλα στην κερκίδα και να δούμε ένα κορίτσι κι ένα αγόρι να πιάνονται χεράκι, να περνάνε την εύπλαστη, διάφανη πύλη και να ερωτεύονται.

Μείνε στα ζεστά εσύ. Κουκουλώσου. Φτιάξε το μαξιλάρι κι ανάσανε. Είμαι ακριβώς πίσω σου. Και κάτω από τα σκεπάσματα έχω βάλει το χέρι μου μέσα στο δικό σου και τη γάμπα μου πάνω στο πόδι σου. Μόνο έτσι μπορώ κι εγώ να κοιμηθώ. Αγγίζοντάς σε.

Έστω και με την αύρα μου…

Θα με αφήσεις να σε πιτσιλίσω με τα σαρκικά μου “θέλω”;

flesh

Πηγή: popsik.blogsome.com

The spies

demon November 25th, 2007

Phone rings, nobody answers
Someone knocks on my door
Don’t see a soul
Where is everybody gone?

I hear sounds every night
But I can only feel the ghost that’s left behind }
It will born my dreams and color them
And then give them away to the others…

They can see my every moment
My laughs and cries, my beauty and ugliness
They keep me in boxes and grade me
They will call me when they’re ready

On my way I can only feel one track
There something bothering me on my back
Are they here again? To collect someone?
The bones they leave indicates a boy, a young one

I hear sounds every night
But I can only feel the ghost that’s left behind }
It will born my dreams and color them
And then give them away to the others…

I’m a stranger among them
They keep files on my habits
I used to say more, make more things
But I think of them every night, when my eyes are closed…

So I wait for the long journey to come
They only need one for the job done
I pray that this is the right time
And then I go to the red line

Why won’t you take me with you?
I’ve prepared myself as you asked
I have an upside down cross on my heart
I have no brain, no feelings, only a task

This is why I must forget
The memories that I lived on my other life
I was an animal that ate human bones
And then I become myself a human, a mystery that kills

I pray that this is the right time
I’m ready now, for you guys
Come and get me right away
I can’t live no longer on this burned ground, I just pray…pray, pray!

- Demon -

tiger

Πηγή: www.the-tiger.com

Εσύ γιατί ξενυχτάς;

demon November 24th, 2007

Με ρώτησες γιατί ξενυχτάω. Κάθε βράδυ. Γιατί παραδίνομαι σε αυτό το μαγνήτη που, είτε είσαι έξω ευάλωτος είτε μέσα προστατευμένος, σε επηρεάζει. Με ρώτησες αν κρύβομαι από κάτι. Αν αποφεύγω να συναντήσω τους εφιάλτες μου.

Εσύ γιατί ξενυχτάς;

Θα μπορούσα να σου απαντήσω…

Θα μπορούσα να σου απαντήσω ότι σε γνώρισα βράδυ. Κι ότι σε άφησα βράδυ. Και πως γι’αυτό μένω ορθάνοιχτη το βράδυ, ώστε αν επιστρέψεις να προλάβω να σου δώσω ένα ποτήρι νερό να πιεις για να μου μιλήσεις.

Θα μπορούσα να σου πω πως φοβάμαι το σκοτάδι, γι’αυτό και το αποφεύγω μένοντας μακριά. Τις νύχτες αποφεύγω τα σκοτεινά τούνελ του Μορφέα, ανάβοντας όλα τα φώτα εδώ μέσα. Και παρατηρώντας τους γαλακτερούς λαμπτήρες θαρρώ πως είμαι ασφαλής έχοντας γύρω μου ένα πυρωμένο λευκό πλέγμα.

Θα μπορούσα να σου πω πως απλώς αποφεύγω να ονειρευτώ. Αποφεύγω να αναμασήσω και να χωνέψω όσα έγιναν κι όσα ξέχασαν να συμβούν μέσα στη μέρα μου. Διότι θα εμφανιστούν ακάλεστα στα κινούμενα όνειρά μου, καταδιώκοντάς με ακόμη κι εκεί. Και θυμίζοντάς μου υποθέσεις που πρέπει πάση θυσία να κλείσω, για να εμφανιστεί μπροστά στη λιμνούλα το επόμενο νταμάκι. Το σύντομο βήμα στο μέλλον μου.

Ή απλώς θα μπορούσα να σου πω πως τα βράδια είναι που τα νούφαρα ανοίγουν διάπλατα. Κι εγώ τότε ξαπλώνω από κάτω τους, ανοίγω το μυαλό μου και περιμένω υπομονετικά να μου στάξουν ευχές. Πολλές ευχές όμως, άπειρες. Και κάθε μια τους είναι δεμένη με μια διάφανη κλωστούλα σε ένα καθρεφτάκι. Θέλω να ξέρω ότι έχω δικαίωμα να κάνω ευχές. Δε με νοιάζει αν θα βγουν αληθινές όλες. Έχω ανάγκη όμως να μπορώ να εύχομαι. Κι ας βγουν κάποιες από αυτές. Θέλω να μπορώ να κρατώ το καθρεφτάκι στα χέρια μου και να βλέπω το πρόσωπό μου μέσα του κάθε φορά που αρθρώνω τις λέξεις “εύχομαι να…”. Και στο τέλος ένα κόκκινο χαμόγελο και το κλείσιμο των ματιών.

Γι’αυτό ξενυχτάω. Γι’αυτό αφήνω τις νύχτες να με λούσουν, να με χαϊδέψουν, να με χτενίσουν, να βάλουν τα δάχτυλά τους μέσα μου, πάνω μου, γύρω μου. Κούνια-μπέλα κοντά στο φεγγάρι. Και σε κάθε ελιγμό να παίρνω μικρά κομμάτια, πίτες, από την επιφάνειά του. Κάθε φορά που παίρνω φόρα και ανεβαίνω, να βουτάω το κεφάλι μου στις ρίζες της σελήνης, στην ηλικία της, στις μυστικιστικές της φυλλωσιές.

Εσύ γιατί ξενυχτάς;

moon goddess

Πηγή: galerieslunamoon.free.fr

Πεταλούδα, στο αfιερώνω. Με ρώτησες γιατί ξενυχτάω και μου φύσηξες ιδέες μέσα μου!

Next »