Archive for November 29th, 2007

και μετά… Κάρφωσέ με

November 29th, 2007

Μόλις ένωσα τα χέρια μου με δύναμη, με φόρα. Μόλις χειροκρότησα τον αέρα. Όσο οι σταγόνες κατεβαίνουν από το λαιμό μου στα σωθικά μου, τόσο βυθίζομαι όλο και πιο μέσα…      μου.

Είμαι άσπρη σαν πανί. Τα μάτια μου τρέμουν.

Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Αρχίζει να ρέει… Μπαίνω, κοιτάζω, συμφωνώ, μένω.

Παίξε!

Άρπαξέ το

Τέντωσέ με

Καλειδοσκόπιο, ανάποδο. Εγώ στη βιτρίνα, μπροστά από το φως κι εσύ ο χειριστής μου.

Αφηρημένο.

Σκίτσαρέ με

Σφίξε με

Κόλλησέ με πάνω σου και διαπέρασέ με. Τι είναι αυτό; Πράσινο ανακατεμένο με κίτρινο. Ένα μάτι που με ψάχνει. Τι ψάχνεις;

Γουλιά.

Σπάσε με

Φτάσε με

Ορδές από λέξεις. Μελάνι χυμένο πάνω μου. Βότσαλα να καίνε πόντο-πόντο την ψυχή μου.

Στροβιλίσου.

Ξάπλωσέ με

Γάμησέ με

bow and arrow 

Πηγή: files.turbosquid.com

Κρύψε με!

November 29th, 2007

Όλο το βράδυ είχα ξεχάσει το βλέμμα μου πάνω στην οθόνη. Πάταγα κουμπιά χωρίς νόημα. Είχα τοποθετήσει με κομψό τρόπο τα δάχτυλά μου πάνω στα σωστά πλήκτρα και περίμενα κάτι να τα σπρώξει. Άνοιξα έναν ιταλικό αφρώδη οίνο με γεύση φράουλα (Fragolino το λένε το μυστικό μου) και ήπια τις αναθυμιάσεις του. Έπαιξα για ώρα με το χοντρό φελλό του, το συρματάκι που τον κρατούσε μέσα στο στόμιο. Πέρασα δυο-τρεις φορές από το κρεβάτι μου. Στη θέση του ήταν. Πέρασα κι από τον καθρέφτη στο μπάνιο. Κι εγώ στη θέση μου ήμουνα. Περίπου. Κοίταξα έξω μπας και προλάβω να δω ποιο πλάσμα θα με κλέψει απόψε. Τι χρώμα να ‘χει άραγε;

Μια ανάσα.

Το πρωινό με βρήκε αποσβολωμένη στην κόκκινη καρέκλα μου. Είχαν κοκαλώσει τα άκρα μου από το ψυχρό κρύο. Τουλάχιστον να είχε πρόσωπο. Είχα κάνει ένα καυτό μπάνιο λίγες ώρες πριν, μα η ζεστή γλώσσα του νερού είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Η εξωτερική θερμορκασία με απείλησε μονομιάς. Τράβηξα την βαριά κουβέρτα από τον καναπέ και την έσυρα μέχρι το γραφείο. Σκέπασα τα πόδια και τη μέση μου. Αν θυμόμουν πού είχα καταχωνιάσει το σκούφο μου,νομίζω ότι θα τον φορούσα. Ήπια μια βιαστική γουλιά από το χτεσινό τσάι. Μπλιαχ. Πικρίλα. Έκανα να σηκώσω το ακουστικό. Μπα, είναι πολύ νωρίς ακόμη. Πόσο θα ήθελα να ακούσω τη φωνή μου τώρα. Να θυμηθώ ότι υπάρχει, ότι βγάζει νότες. Κοίταξα και πάλι έξω. Κάποιος να μου φέρει τη φωνή μου!

Δυο ανάσες.

Μεσημέριασε κι ο ήλιος σκέπασε την επιθυμία μου να ξαπλώσω τον εαυτό μου έστω για λιγάκι. Πήγα στην κουζίνα και μου έφτιαξα δυο γόνδολες με τυρί και πράσινες ελιές. Ήπια μπόλικο νερό να ξελυσσάσω. Το μυαλό μου είχε χαθεί μες το χρόνο. Πότε είναι; Τι είναι τώρα; Πότε έχουμε; Να σηκωθώ, να ξαπλώσω, να γράψω, να μιλήσω; Είχα μπερδευτεί κι ο εαυτός μου είχε σωπάσει αντί να με προστάξει. Με ανακούφισα, σκεπτόμενη το βράδυ. Αυτό το γλυκό, μεθυστικό, επιβλητικό φάσμα που είναι τόσο απλόχερα σκληρό, απόλυτο, αδηφάγο. Θα στη δώσω την ψυχή μου κι απόψε. Το ξέρεις ότι θα το κάνω. Μόνο άσε με να κοιτάξω λιγάκι έξω ξανά. Να προλάβω να κλέψω εικόνα.

Τρεις α…

                                                            tunnel

Πηγή: www.gizmodo.fr

Come out, come out, wherever you are

November 29th, 2007

Τρελή κούρσα στην Κηφισίας, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, ώρα 19:25. Έπρεπε να είμασταν στο “The Mall” εδώ και 5 λεπτά κι εμείς τώρα ξεκινάμε από Εξάρχεια. Εγώ έχω καταγχωθεί, κλασικά εικονογραφημένα, εσύ όχι. Τι λόξα κι αυτή να δίνεις ραντεβού στις “και είκοσι”. Και μισή δεν μπορούσες, έστω;

Μου λες τι απαίσια κίνηση συνάντησες στη διαδρομή από το σπίτι σου στο δικό μου και πόσο θα ταλαιπωρηθούμε. Ότι κάνει ψοφόκρυο και πως πιθανόν να μην προλάβουμε. Αλλά ούτε δείγμα ιδρώτα στο μέτωπό του, ο κύριος. Όπως λες: “πας πιο γρήγορα αλλά δεν αγχώνεσαι”. Καταφέρνεις να είσαι αποστασιοποιημένος. Αναίσθητο σε λέω εγώ!

Τελικά κι αφού βγάλαμε φτερά ήμασταν στο σινεμά 19:42. Είχα κατεβάσει τη ζελατίνα, είχα βάλει γαντάκι, είχα γραπωθεί από τα μπούτια σου και κουνήθηκα μόνο όταν γύρισες το κλειδί.

Φτάσαμε! Ώρα για ζαχαρωτά. Η χαρά του παιδιού και είναι κι ο μόνος λόγος γιατί να πάω στα Village. Οι μισοί κρατούν μια γίγας χάρτινη θήκη με αλατισμένο ποπ-κορν και οι άλλοι μισοί λογής πατατάκια. Εγώ θέλω καραμέλες: άσπρες και σοκολατένιες, λαστιχένια αρκουδάκια, ροζ-άσπρες καρδιές, βατόμουρα φούξια και μαύρα, καραμέλες βουτύρου και κουφέτα. Τα αγαπημένα μου, κάτι αβγουλάκια, σκληρά απέξω, μαλακά από μέσα, έχουν σφηνωθεί στον πλαστικό σωλήνα και δε λένε να πέσουν. Παραλίγο να μου έρθει στο κεφάλι αυτό το πράγμα. “Σαν τρίχρονο κάνεις, το ξέρεις;”. ΝΑΙ!

Το χαλαρό σινεμά είναι τελετουργία. Αν ερχόμουν για να δω κοινωνικό, θρίλερ ή σινεφίλ φάση, θα ήμουν μαγκωμένη ή σπινταριστή. Τώρα ήρθαμε να δούμε “Beowulf”. Τρισδιάστατο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!                                                       

Ένα ολότελα ψηφιακό παραμύθι, με εκφραστικές φωνές, εκπληκτική λεπτομέρεια στην τεχνική επεξεργασία της εικόνας κι εφέ που σε κάνουν να αναφωνείς πως “αυτό είναι εμπειρία. Δύσκολα βλέπεις ξανά “συμβατικά” γυρισμένες ταινίες”.

Ήρωες να κολυμπούν κάτω από το νερό και οι φυσαλίδες να πλησιάζουν στο πρόσωπό σου, άλογα να καλπάζουν στην παραλία και τα βότσαλα να φεύγουν πίσω περνώντας ξυστά από τα μάτια σου, κέρματα να αναπηδάνε μέσα σε τσουκάλια και λάφυρα να σε πλησιάζουν. Άπλωσα πολλές φορές τα χέρια μου. Ήθελα να παραστήσω πως κρατάω μια μεσαιωνική, χάλκινη κούπα, πως ετοιμάζομαι να πιάσω το βαριά στολισμένο σπαθί, ότι δοκιμάζω πόσο μυτερό είναι τούτο το κοντάρι.

Μόνα ψεγάδια οι υπότιτλοι που δεν “καθόντουσαν” καλά μα ούτε και σωστά, στο πάνω μέρος της οθόνης, η έμπνευση του Alan Silvestri που ήταν κακή αντιγραφή επικής μουσικής, αλλά και τα γυαλιά που μας δόθηκαν που ήταν τελείως άβολα, λόγω του στενού σκελετού τους. Πόνεσαν τα μάτια μου και μόνο μετά από το πρώτο μισάωρο κατάφερα να βρω τη σωστή θέση ματιού/γυαλιού. Ολόκληρη επιστήμη. Ταινία ήρθαμε να δούμε ρεεεε

Φεύγοντας κι αφού ήταν τελείως περιττό να βαθμολογήσουμε το “Πέοwulf”, όπως το βάφτισες ή να δηλώσουμε πόσο μας άρεσε, περάσαμε από το Σοκολατόσπιτο. Μα είναι δυνατόν σε ένα κατασκεύασμα από σοκολάτα, να αναρτούν ταμπελάκι “Μην αγγίζετε”;;;

Το εμπορικό, φίσκα. Ζευγαράκια παράνομα, σκαστά από γονείς και σπίτι να φιλιούνται πάνω από δύο λιγδωμένα πιάτα πίτσα, μπακούρια βορείων προαστίων που πέρασαν για τον καθιερωμένο καφέ, 18χρονες φιλενάδες που ήρθαν για να αναρρώσουν κάνοντας βιτρινοθερεαπεία -ουφ, το είπα-, οικογένειες από την επαρχία που ήρθαν να τα κάνουν όλα και ανάμεικτες παρέες, καλή ώρα, που θεωρούν ότι το να πας μέχρι το “The Mall” είναι ταξίδι στο άπειρο…

Come out, come out, wherever you are. Έλα να σου χύσω υδρόμελο στα χείλη, να σε καθίσω στο θρόνο σου, να σκαλίσω στο μέτωπό σου ένα στέμμα. Κι αυτή η νύχτα τελειώνει. Και σήμερα βγήκαμε έξω. Κι ακόμη σ’αγαπώ.