Archive for November 27th, 2007

Μου λείπεις…

November 27th, 2007

Πρώτη φορά μετά από μέρες που είμαστε χώρια. Εσύ σπίτι σου, εγώ στο δικό μου. Εσύ στο χώρο σου, με το λιτό γραφείο σου με τις δύο οθόνες, τον καναπέ που γίνεται κρεβάτι, την τεράστια τηλεόραση, τους γυμνούς τοίχους, το μικρό μπάνιο, τα παπούτσια πεταμένα πίσω από την εξώπορτα, την ντουλάπα που είναι λες και πέρασαν 10 μάγισσες από μέσα της.

Κι εγώ πάλι, σπίτι μου. Με τη γραφειάρα που έχει πάνω της άπειρα κεριά, μουσική και το γομάρι pc μου, με το χύμα αρτιστίκ σαλόνι που έχει πλάσματα στερεωμένα στο ταβάνι, με το χολ που αντί για τραπέζι έχει ριγμένο ένα τεράστιο ψυγείο στα πλάγια, με το μεγάλο μπάνιο, με την κρεβατοκάμαρα και το υπέρδιπλο στρώμα πάνω στο χαλί, που είναι σκεπασμένο από μπλε μαξιλάρια.

Και τις μυρωδιές μας… 

Σου λείπω; Μου λείπεις.

Πολύ.

Είμαστε χώρια κάτι ώρες τώρα. Με πήρες τηλέφωνο για πολύ λίγο. Ήταν αλλόκοτη η αίσθηση. Ξέρω τι γκριμάτσες κάνεις, πώς χαμογελάς,  πώς μαζεύεις τα χείλια σου όταν σκέφτεσαι και πώς σκεπάζουν τα μάτια σου όταν μου κάνεις νάζια. Κι έτσι, απέμεινα να σε ακούω και να ξέρω ακριβώς πώς είσαι! Χάζεψα.

Είμασταν μαζί κάθε μέρα και τώρα που είσαι στο ακουστικό, είσαι μπροστά μου και πάλι. Σου έλειψα καθόλου;

Φοράς ακόμη το μαύρο τζιν, το μπουφάν της μηχανής, τις μπότες. Πρόλαβες να βγάλεις μονάχα τα γάντια και με πήρες.

Άντε. Πήγαινε να αλλάξεις. Φόρεσε πάνω από το μπόξερ τη ζεστή φόρμα σου. Βάλε μια φρέσκια κοντομάνικη φανέλα κι ένα ελαφρύ φούτερ. Άναψε το κλιματιστικό στο 26, φέρε την τεράστια κατάμαυρη καρέκλα προς τα μέσα, παίξε με το ποντίκι και τσέκαρε τα mail σου.

Μετά από 3 λεπτά, πήγαινε στην κουζίνα, πάτα τον διακόπτη και πλησίασε το ψυγείο. Βγάλε το σοκολατούχο κι αναζήτησε σαν υπνωτισμένος τα κρουασανάκια. Όλη τη σαβούρα μαζεμένη…

Πήγαινε στο σαλόνι και βάλε τηλεόραση. Και μετά από το επιβεβλημένο απογευματινό ζαπάρισμα, βάλε μουσική.

Μάλλον Bruce Dickinson θα ακούς. Πάλι.

Ναι, ξέρω τι κάνεις.

ΜΕ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ!

Μου λείπεις γαμώτο

Μου είσαι περιττός

November 27th, 2007

Το απόγευμα μόλις ξεκίνησε την τσάρκα του. Μετά από μέρες μαζεύτηκα σπίτι μου. Στα πραγματάκια μου! Στη μουσική ΜΟΥ, στις κρέμες, στα ρούχα, στα κεριά ΜΟΥ. Μασουλάω χουρμάδες κι έχω βάλει στο στερεοφωνικό τον “Mesiah” του Haendel. Ο πιο αριστουργηματικός Μεσσίας.

Κι όπως ακουμπάνε με χάρη ο ένας φθόγγος πάνω στον άλλο, έτσι αποχαιρετούν το παλλόμενο κορμί μου οι έγνοιες του σήμερα. Όλα τα νεύρα και η ένταση φεύγουν προς τα κάτω, σαν τη σαπουνάδα. Ξεμυτίζουν από τους πόρους μου, γλιστράνε και στο τέλος μου ρίχνουν ένα φιλί και σκάνε, χρωματιστά, σαν την αντανάκλαση.

Μέσα στις πορείες κι εγώ σήμερα. Πως τα καταφέρνω πάντοτε κι όταν το κέντρο γίνεται η χαρά του πεζού, αλωνίζω την άσφαλτο; Ούτε επίτηδες να το ‘κανα.

Πάνω στο μηχανάκι μου, χωρίς φρένα και λάστιχα, αποφάσισα να κάνω δουλειές. Ακαδημίας κλειστή; Εκεί κι εγώ! Στήλες Ολυμπίου Διός, Σύνταγμα, Ομόνοια…

Λεπτές, ερυθρόλευκες κορδέλες με εμπόδιζαν από το να φτάσω πιο σύντομα στον προορισμό. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να περιγράψεις την… ατμόσφαιρα. Λυρικά λοιπόν: άλλη όρεξη δεν είχα σήμερα, από το να αντιμετωπίζω αργόσχολους κι ανεγκέφαλους μπάτσους να στέκονται μπρος από την ταινία “stop-εξουσία”, να σε αγριοκοιτάνε σα βρωμιάρηδες ναυτικοί που ψάχνουν για κλεμμένους θησαυρούς, να σου γρυλλίζουν και να στο παίζουν δύσκολοι. Τον μπροστινό μου με το XT τον άφησαν να περάσει, εμένα όχι. “Εϊ, θα σηκώσεις την ταινία να περάσω;”, “Όχι, ο δρόμος είναι κλειστός”.

Οι φίλοι μας τα ζώα… πάντα εκεί! Σαν τη σημαδούρα.

Τίποτα. Απλώς έκανα μερικές ωραίες παρανομίες, ένα κυκλάκι και βγήκα εκεί που ήθελα. Τσάμπα το σάλιο, τσάμπα που σε κοίταξα, τσάμπα που “φόρτωσα”.

Και τώρα, απλώς σε αποβάλλω. Περιττός είσαι ούτως ή άλλως.

Τώρα μεταμορφώνομαι και πάλι και δίνομαι στη Μουσική. Πράες νότες, μελιστάλακτες αρμονίες και μια κολορατούρα σοπράνο να σε κάνει να δακρύζεις. Πως το λένε, όταν η ψυχή σου αλλάζει θέση, όταν ζεσταίνεται το αίμα σου, οι μύες του προσώπου σου χαλαρώνουν κι αισθάνεσαι απόλυτα ευτυχισμένος με τους ήχους; Αυτό είμαι ΤΩΡΑ.

Τα λέμε σε λίγο.

Φύσα τις στιγμές

November 27th, 2007

~Κάθε στιγμή είναι μια αρχή που ανασαίνει. Απλώς πεθαίνει πολύ γρήγορα. Είναι όμως μια αρχή, γι’αυτό κι έχει τόση σημασία.~

Πρόσφατα άφησα αυτές τις προτάσεις ως σχόλιο σε κάποιο αξιόλογο blog. Και μόλις τις αποτύπωσα, το ξανασκέφτηκα. Ρε συ, αυτές αξίζουν, είναι καλές. Ας τις κρατήσω κι ας γεννήσω μέσα από αυτές.

Γιατί οι περισσότεροι πιστεύουμε πως αξίζει να ζούμε κυρίως για τις στιγμές της ζωής μας; Αφού διαρκούν τόσο λίγο. Όσο το ταξίδι μια σταγόνας, όσο το κατακόρυφο 100άρι μιας αστραπής, όσο να γλείψει το κύμα το βότσαλο της άμμου. Είναι σαν την Tinker Bell, το μικροσκοπικό, μαγικό πλάσμα που περικυκλώνει με αστερόσκονη τις φτερωτές αταξίες του Πίτερ Παν!

“Κάθε φορά που ένα παιδί δηλώνει πως δεν πιστεύει στις νεράιδες, μία πεθαίνει”. Να μια στιγμή. Δυο στιγμές.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω πει κι εγώ αυτή τη φράση: “Αξίζει να ζω για αυτές ακριβώς τις στιγμές”. Είναι σαν τα αστέρια που (νομίζουμε πως) πέφτουν. Τα βλέπεις εκεί ψηλά, ετοιμόρροπα, κρεμασμένα από ξεφτισμένα κορδόνια, αγκιστρωμένα από το πουθενά και ξέρεις ότι θα πέσουν, θα σπάσουν και θα σβήσουν. Αλλά δε σε νοιάζει. Αναπηδά το μάτι σου μόλις μοιραστείς το ταξίδι των 3 δευτερολέπτων. Ενθουσιάζεσαι με το θάνατο των αστεριών. Με τη στιγμή της κηδείας. Κι ενώ είναι τόσο σύντομη αυτή η πορεία, λαχταράς να τη ζήσεις, ξανά και ξανά.

Τι γίνεται όμως με τις μαύρες στιγμές; Πως μπορείς να λες ότι οι στιγμές είναι που αξίζουν, όταν στο χρόνο σου έχουν εισβάλλει και αυτές, οι θλιβερές; Ή μήπως αυτές δεν είναι στιγμές; Μήπως διαρκούν πάντα παραπάνω; Έτσι, για να διαφέρουν; Νομίζω ότι οι αρνητικές στιγμές έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αρχή, μέση και τέλος.

Οι άσπρες στιγμές είναι εισπνοή, οι μαύρες είναι εκπνοή.

Κι αν σου λέγαν να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τι θα έκανες;

the wave

Πηγή: www.novaksblog.com