demon April 17th, 2008
(Πηγή εικόνας: travelblog.org)
Κατά τις 18, τι ώρα ήταν, βγήκα να περπατήσω. Να ξεμουδιάσω. Να αερίσω το κορμί μου και τους εφιάλτες του. Τις νεόδμητες ρωγμές του.
Κοίταξα το ταβάνι όπως πάντα και είδα ασπρουλιάρικο, μισοφαγωμένο και με μεγάλα κενά σα τρύπες, το φεγγάρι. «Κοίτα πόσο νωρίς ξεπρόβαλλε σήμερα η σελήνη», είπα στον άντρα.
Μάλλον βγήκε σεργιάνι νωρίς για να τσεκάρει τον ήλιο. Να δει αν τα κάνει όλα καλά, σωστά. Αν τα κάνει σαν τη μούρη του! Χα! Σκέψου αυτό που μόλις είπα. Αν ο ήλιος τα έκανε σαν τη μούρη του…
Αστείο δεν είναι;
Ονειρεύομαι με τα μάτια ορθάνοιχτα, με το σώμα όρθιο και τα μαλλιά χτενισμένα προς τα κάτω. Ίσια. Κατακόρυφα. Σούζα. Όπως στέκει η ψυχή μου χρόνια τώρα. Για όσο συνεχίζουν να χτυπάνε οι δείκτες του λεπτού, της ζωής μου.
Να πατήσω εκείνο το κυανό λαμπάκι που πετάγεται κάθε τόσο μπροστά στο μάτι μου; Να του δώσω μία, να το ζαλίσω; Να βουλιάξω τα δάχτυλά μου μέσα στο κουμπάκι αυτό, το θρασύ; Που αψηφά το νόμο του δυνατού; Του επικρατέστερου; Μηχανή Vs Άνθρωπος; Τι γίνεται εδώ;
Έτσι. Να χώσω μια κουμπιά εκεί πάνω, να σταματήσει ο σωλήνας να με ρουφά. Να σταματήσει κι η ψυχή μου να γεννά όνειρα που μετά, πρέπει να ζήσω. Πρέπει να χτίσω. Πρέπει να γκρεμίσω…
Να πατήσω το κουμπί που γράφει πάνω του «η ζωή μου» και να περάσω με συνοπτικές διαδικασίες στην επόμενη ενότητα!
Και πριν το ασανσέρ σταματήσει απότομα την ιλιγγιώδη του ταχύτητα, να γραπώσω πολύ γερά όμως εκείνο το φτερό. Το μακρύ, που μοιάζει με πένα. Το μαλακό, που μοιάζει με μαξιλάρι. Το μονόχρωμο που μοιάζει με φλας που αναβοσβήνει. Να το πάρω μαζί μου. Για να μου παίζει τα βράδια, σαν προτζέκτορας, τη ζωή μου. Από την ανάποδη. Και να με κοιμίζει!
Σε φιλώ. Καλή σου νύχτα. Κι όπως θα φεύγεις, περπάτα στις μύτες, γιατί κοιμάμαι ελαφριά. Μη σ’ακούσω και μέσα στο Μορφέα μου νομίσω πως η ψυχή μου έπιασε βυθό.
Καληνύχτα όμορφε. Καληνύχτα καλέ. Καληνύχτα χείλη μου ~
cartoucheonline.co.uk