Το μέτρημα

demon March 8th, 2008

Ήταν 22:20.

Ήμουν μέσα σ’ένα βαγόνι και διακτινιζόμουν από την Άνω Ηλιούπολη και το σταθμό μετρό του Αγίου Δημητρίου, στο σταθμό Αττικής και στα Κάτω Πατήσια.

Φρενήρης και νευρική η σημερινή μέρα. Χωρίς ρεύμα, χωρίς φανάρια, χωρίς υπομονή στους δρόμους.

Αλλόκοτα σκοτεινή η αποψινή νύχτα.
Μασκαρεμένοι. Νέοι που κρατούσαν στα χέρια απλώς μια διαβολική, κατακόκκινη τρίαινα ή που είχαν βαμμένο πράσινο το αριστερό τσουλούφι.
Νέοι, ερωτευμένοι, στην άκρη της αποβάθρας. Με χέρια δεμένα, σώματα το ένα μέσα στο άλλο και βλέμματα πονηρά κι αδηφάγα. Με παιχνιδιάρικη γλώσσα κι υγρά γελάκια.

22:20 έμπαινα στο βαγόνι και κοιτούσα τις δυο κοπελιές που μιλούσαν: μάγισσα και Μίνι Μάους. Κάπου στο δρόμο είδα έντονα βαμμένα μάτια, καπνισμένα, χωρίς στολή όμως.

22:40 βρισκόμουν στο σταθμό της Αττικής κι ετοιμαζόμουν να κατέβω. Η γυναικεία, ενημερωτική φωνή στο μεγάφωνο έλεγε «Σταθμός Λαρίσης». Λάθος! Είχε μείνει πίσω. Μαζί και μια κυρία με μπαγκάζια που προφανώς ήθελε να πάρει την ταχεία, την έχασε όμως για μια στάση.

22:20 έμπαινα σ’ένα βαγόνι χωρίς να αιστάνομαι τίποτα. 22:40 έβγαινα από ένα βαγόνι, μα πάλι δεν αιστανόμουν τίποτα. Και είχα σκοτώσει μέσα σε 20 μόλις λεπτά τη σκιά ενός ανθρώπου.

Τη διαδρομή την ξανάκανα. Έφτασα σπίτι μου κι αφού ξαπόστασα για 10 λεπτά, πήρα το μπουφάν μου κι επέστρεψα Ηλιούπολη. Για να πάρω τη γάτα μου, αυτή τη φορά. 00:50 έμπαινα στο βαγόνι του μετρό. Άραγε μέχρι τι ώρα έχει τρένο;

01:30 έμπαινα στο βαγόνι του τρένου. 01:40 ήμουν σπίτι. Με τη γάτα αγκαλιά. Το κινητό στην κωλότσεπη, τα ψιλά στο μπουφάν και τα κλειδιά στο χέρι.

Ασθμαίνοντας βρήκα τη ζωή μου να με περιμένει πίσω από την πόρτα.

Κι αυτή απλώς με ρώτησε αν άξιζε η διαδρομή!

 

Πηγή εικόνας: english.peopledaily.com

 

Πιο βαθιά

demon February 15th, 2008

(Πηγή εικόνας: www.rehsteiner.com)

Χαχάνιζα ενώπιον όλων, γιατί σε φαντασιωνόμουν γυμνό, μπροστά μου, να δοκιμάζεις αυτά που σου πήρα. Εσύ να γκρινιάζεις που «έπρεπε» να μου κάνεις μίνι πασαρέλα κι εγώ να σε πειράζω και να σε τραβολογάω…

Κι ενώ οι φίλοι μιλούσαν για προγράμματα, excel-όφυλλα και παρουσιάσεις, εσύ χάιδευες τελείως ασυναίσθητα τη γάμπα και το λαιμό μου κι εγώ έσερνα, αδιάφορα υποτίθεται, τα νύχια μου πάνω στην παλάμη σου. Θέλω να σε γδάρω, θέλω να σε πονέσω.

Ώρες-ώρες σκέφτομαι: μυρίζει ο έρωτας; Το ότι θέλω να σε γαμήσω τώρα, εδώ, όπως είμαστε, ταξιδεύει στον αέρα, στους γύρω μου;

Στην επιστροφή ρουφήξαμε τους νυχτερινούς βαθμούς κρύου, αλλά δε συνήλθαμε.

Συνέχισα να σε θέλω, να σε χουφτώνω, να σε κοιτάζω πονηρά, να σου λέω… τι θα σου κάνω!

Και γουργούριζα καθώς μου εξιστορούσες, σαν άξιος ερωτικός αντίπαλος, πώς θα ανακαλύψεις τι γεύση έχω σήμερα.

Κι όσο επιτάχυνα το βήμα μου, συνέχιζα το ταξίδι στην προσμονή.

Συνέχισα να περιμένω να φτάσουμε σπίτι, να εξαγνίσουμε και να ζεστάνουμε τα φύλλα της ψυχής μας με καυτό νερό, για να μπω μέσα σου, να καθίσω πάνω στο πρόσωπό σου, να γυρίσω μπρούμυτα και να μαστιγώσω την κάβλα σου με τα μαλλιά μου.

Με τη γλώσσα μου…

Μέχρι να στάξω ιδρώτα, μέχρι να βγάλεις ήχους, μέχρι να κλείσω και να σφίξω τα πόδια μου γύρω από το λαιμό σου, μέχρι να ανασηκωθείς και να με κοιτάξεις μεθυσμένα.

Όσο σε έχω, τόσο θα σε γουστάρω. Θα ποθώ ό,τι μπορεί να δώσει το σώμα μας. Θα ζητάω με απληστία έρωτα από σένα. Κι όλα μου τα χρώματα θα τρυπώνουν στα όνειρά σου, για να σε τσιμπάνε κάθε μέρα, ψιθυρίζοντας: «έλα μαζί μου…»

Πηγή εικόνας: absolumentfemmes.com

Είσαι εδώ;

demon December 1st, 2007

Άλλο ένα απόγευμα. Σάββατο πια. Έφυγαν οι καθημερινές μέρες, κύλησαν στον πάτο της κλεψύδρας. Θα ξανανεβούν στην επιφάνεια όταν ανατείλει η Δευτέρα και το χέρι αναποδογυρίσει τον αμμο-χρονομετρητή.

Μόλις έφτιαξα τσάι. Έριξα μέσα φρούτα του δάσους, μπας και με ξυπνήσουν οι γλυκερές, μεστές τους γεύσεις. Δεν ήθελα βοτάνια, δεν ήθελα καραμέλες και κανέλες. Ντυμένη με φόρμες και φούτερ, αθλητικά και χοντρές κάλτσες λες και θα βγω τώρα δα να τρέξω μίνι μαραθώνιο, κόβω βόλτες κι επιτηρώ το σπίτι. Εντάξει, καθαρούτσικο είναι. Ας ανοίξω τις βαριές μπλε κουρτίνες να μπει μέσα το απόγευμα. Να προλάβω λίγο φως.

Μπαίνω στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον μακρόστενο καθρέφτη. Εγώ είμαι αυτή; Μα τι έκανες στα μαλλιά σου; Τα άφησα να κοιμηθούν ίσως; Κοίτα δε θ’ανοίξω διάλογο μαζί σου. Είναι απόγευμα ακόμη και δεν έχω δυνάμεις για μακροβούτια. Ενόχλησέ με ξανά τα ξημερώματα. Τότε θα σε έχω ξεχάσει πλήρως!

Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου. Τραβιέμαι κοντά του. Κοιτάζω το γράμμα. Είναι τόσο αλλόκοτο. Ποιος να μου κάνει πλάκα άραγε; Ποιος μου το άφησε κάτω από την πόρτα; Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το ανοίξω. Γιατί μετά θα “κολλήσω” άγρια. Θα εθιστώ στο περιεχόμενο και τη γραφή του. Στο πρόσωπο που θα δω μέσα του.

Σηκώνομαι κι ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Βγαίνω έξω. Ψόφος. Πλάκα-πλάκα, μήπως να πάω να τρέξω; Μήπως να ανέβω Λυκαβηττό και με μεγάλες ρουφηξιές ν’αφανίσω την πόλη; Βαριέμαι. Και μου τη σπάει όταν συμβαίνει αυτό. Για την ακρίβεια το σιχαίνομαι. Εγώ ποτέ δε βαριέμαι! Είναι αρχή μου. Όσο μπορεί να ‘ναι…

Πιάνω το στιλό κι ανοίγω το ημερολόγιό μου. Κοιτάζω και φυλλομετρώ. Πολλές άδειες σελίδες γαμώτο. Μα που ήμουν; Γιατί με αμέλησα; Τελευταία φορά έγραψα τον Αύγουστο; Τι;

Ξαναγγίζω το γράμμα. Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στην επιφάνειά του και προσπαθώ να αιστανθώ, να “δω” μέσα του. Μπα. Χάνω τις δυνάμεις μου. Αρπάζω αιμοβόρικα το κοπίδι και το χώνω στη σαλιωμένη γλώσσα του φακέλου. Με μια κίνηση απ’άκρη σ’άκρη γυμνώνω το περιεχόμενο.

…           Μα αυτή είμαι εγώ!

Κρύψε με!

demon November 29th, 2007

Όλο το βράδυ είχα ξεχάσει το βλέμμα μου πάνω στην οθόνη. Πάταγα κουμπιά χωρίς νόημα. Είχα τοποθετήσει με κομψό τρόπο τα δάχτυλά μου πάνω στα σωστά πλήκτρα και περίμενα κάτι να τα σπρώξει. Άνοιξα έναν ιταλικό αφρώδη οίνο με γεύση φράουλα (Fragolino το λένε το μυστικό μου) και ήπια τις αναθυμιάσεις του. Έπαιξα για ώρα με το χοντρό φελλό του, το συρματάκι που τον κρατούσε μέσα στο στόμιο. Πέρασα δυο-τρεις φορές από το κρεβάτι μου. Στη θέση του ήταν. Πέρασα κι από τον καθρέφτη στο μπάνιο. Κι εγώ στη θέση μου ήμουνα. Περίπου. Κοίταξα έξω μπας και προλάβω να δω ποιο πλάσμα θα με κλέψει απόψε. Τι χρώμα να ‘χει άραγε;

Μια ανάσα.

Το πρωινό με βρήκε αποσβολωμένη στην κόκκινη καρέκλα μου. Είχαν κοκαλώσει τα άκρα μου από το ψυχρό κρύο. Τουλάχιστον να είχε πρόσωπο. Είχα κάνει ένα καυτό μπάνιο λίγες ώρες πριν, μα η ζεστή γλώσσα του νερού είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Η εξωτερική θερμορκασία με απείλησε μονομιάς. Τράβηξα την βαριά κουβέρτα από τον καναπέ και την έσυρα μέχρι το γραφείο. Σκέπασα τα πόδια και τη μέση μου. Αν θυμόμουν πού είχα καταχωνιάσει το σκούφο μου,νομίζω ότι θα τον φορούσα. Ήπια μια βιαστική γουλιά από το χτεσινό τσάι. Μπλιαχ. Πικρίλα. Έκανα να σηκώσω το ακουστικό. Μπα, είναι πολύ νωρίς ακόμη. Πόσο θα ήθελα να ακούσω τη φωνή μου τώρα. Να θυμηθώ ότι υπάρχει, ότι βγάζει νότες. Κοίταξα και πάλι έξω. Κάποιος να μου φέρει τη φωνή μου!

Δυο ανάσες.

Μεσημέριασε κι ο ήλιος σκέπασε την επιθυμία μου να ξαπλώσω τον εαυτό μου έστω για λιγάκι. Πήγα στην κουζίνα και μου έφτιαξα δυο γόνδολες με τυρί και πράσινες ελιές. Ήπια μπόλικο νερό να ξελυσσάσω. Το μυαλό μου είχε χαθεί μες το χρόνο. Πότε είναι; Τι είναι τώρα; Πότε έχουμε; Να σηκωθώ, να ξαπλώσω, να γράψω, να μιλήσω; Είχα μπερδευτεί κι ο εαυτός μου είχε σωπάσει αντί να με προστάξει. Με ανακούφισα, σκεπτόμενη το βράδυ. Αυτό το γλυκό, μεθυστικό, επιβλητικό φάσμα που είναι τόσο απλόχερα σκληρό, απόλυτο, αδηφάγο. Θα στη δώσω την ψυχή μου κι απόψε. Το ξέρεις ότι θα το κάνω. Μόνο άσε με να κοιτάξω λιγάκι έξω ξανά. Να προλάβω να κλέψω εικόνα.

Τρεις α…

                                                            tunnel

Πηγή: www.gizmodo.fr

Πύρωσε τη γλώσσα μου

demon November 10th, 2007

Κιθάρα που ακούγεται σαν καθαρόαιμο γκάζι και φωνή που βρυχάται σαν αιλουροειδές.

Το sex είναι σαν roller coaster που απλώς γλιστράς στη δίνη της ταχύτητας την ώρα που το κορμί σου σφίγγεται πάνω στο κάθισμα ή σαν τον δύτη ελεύθερης κατάδυσης που πολύ προσεκτικά προσπερνά τα όρια του υγρού βάθους χρησιμοποιώντας τα πνευμόνια του και την αυτοσυγκέντρωσή του;

Περνάω την πρώτη πύλη του μυαλού μου, ανατρέχοντας στις χτεσινές μνήμες. Ανασκαλεύω συνδυασμούς χρωμάτων, εικόνων που να κλείδωσαν σωστά, σταγόνων που να κύλησαν κατά μήκος ολόκληρου του σώματός μου. Θυμάμαι να φίλησα τον τοίχο και να πύρωσε η γλώσσα μου.

Διαπερνώ τη δεύτερη φάση, κάνοντας χαμηλές νυχερινές πτήσεις και μπλέκοντας σαν αίσθηση το πλάγιασμα στη λεωφόρο Καρέα με την ανασηκωμένη μέση μου την ώρα που με έγλειφες.

Διατρέχω τις μνήμες από το σήμερα που είναι τρύπιο ακόμη. Ξύπνησα και κρύωνα. Ντύθηκα σπασμωδικά κι έφτιαξα πρωινό. Ρούφηξα το μέλι από το βούτυρο κι έβαλα τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο. Προγραμμάτισα τις νότες στο ηχοσύστημα και σε πήρα τηλέφωνο. Χαμογέλασα ναζιάρικα και σου είπα ότι μου λείπεις. Κοίταξα έξω από το παράθυρο πολλές στιγμές και ζήλεψα το ταξίδι των σταγόνων.

Και τώρα είμαι εδώ, καθιστή πάνω στην πολυθρόνα μου και σκέφτομαι το sex. Ξέρω ότι θες να πας αύριο Μέγαρα να τρέξεις με τη μηχανή. Ξέρω όμως ότι δε θα μου το πεις σήμερα.  Θα περιμένεις το αύριο γι’αυτό.

Όπως κι εγώ θα περιμένω την αυγή να συναντήσει τον ήλιο…