Δεν μπορείς να με έχεις, γιατί δε με έχω ούτε ΄γω

demon February 21st, 2008

Φτου!

Insomnia.

Είχε αιώνες άπειρους να με χτυπήσει στη φλέβα τούτο το γνώριμο συναίστημα. Που δε λογαριάζει τους δείκτες του χρόνου, ούτε το βάρος της ανάσας. Το μάτι που έχει χαθεί για λίγο μέσα σε άλλες ζωές και σύμπαντα.

Έρχεται αυτό το πλαστικό, άχαρο, ζωηρό χέρι και σε ταρακουνά. Μέχρι να μη θες πια να είσαι ξαπλωμένος.

Κατά τις 04 ξάπλωσα και 05 είχα ήδη τα πρώτα σημάδια πάνω στα πόδια μου. Νευρικά, σφιγμένα, δε χαλάρωναν, δεν ανέπνεαν. Και μετά τα δάχτυλά μου. Τα χέρια μου σα γροθιές που έπρεπε να εκτονώσουν αυτό το λαστιχένιο δέσιμο. Να ανοίξουν, να πέσουν, να σταθούν στη ζωή και πάλι.

Για ένα μισάωρο έπαιζα ζάρια με τις σκιές που έχουν θρονιαστεί πίσω από την πόρτα της ψυχής μου. Κι έχασα, φυσικά.
05:30 εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια να συμφιλιωθώ με τον ύπνο μου.

Insomnia.

Και τώρα κάθομαι και σε κοιτάζω. Με βλέπεις άραγε; Ή εσύ κοιμάσαι μακριά από το κερί της νύχτας;

Νιώθεις τους παλμούς τους ξυπνητούς; Την καρδιά μου που αγωνιά να ξαναβρεί χτύπο νύχτας κι όχι μέρας;

Μήπως δα με ονειρεύεσαι να χαρώ τουλάχιστον; Βλέπεις το κορμί μου, γυμνό; Το ποθείς; Να ανοίξω σα φερμουάρ τα χείλη μου τα πουπουλένια, να χωθείς εκεί μέσα; Να απλώσω ηλιαχτίδες σκοτεινές τα μαλλιά μου πάνω στο στήθος σου να σε γαργαλήσω ερωτικά και τόσο ακατάλληλα; Να σε κρύψω μέσα μου; Ή να κρυφτώ εγώ;

Μα ξέρεις… όσο και να θέλω να στήσω όλους μου τους πύργους μπροστά σου για να διαλέξεις τον πιο επίπονα δυνατό, δεν μπορώ να στο χαρίσω αυτό.

Δεν μπορώ να με δώσω σε σένα. Όχι πια. Γιατί δε μ’έχω. Μ’έχασα σε μια παρτίδα. Ένα καλοκαίρι που ίδρωσα και γλίστρησε η καρδιά μου από την πολεμίστρα.

“Μονάχα μια ζαριά είναι αρκετή για να καείς, να ξεχάσεις, να χάσεις. Μια ζαριά αέρα, μια ζαριά σκόνης, μια ζαριά θανάτου” είχε ψιθυρίσει τότε ο εφιάλτης στο αυτί μου. Πόσο δίκιο είχε…

Οπότε… λυπάμαι. Δεν μπορείς να με έχεις. Δεν μπορώ να κατέβω από το ράφι. Θα μείνω εκεί να κοιτάζω κάτω τους περαστικούς να ψάχνουν, να δείχνουν, να σχολιάζουν. Και δε θα κατέβω για κανέναν. Ποτέ ξανά.

Όχι πως με είχα και ποτέ για να με δώσω. Είναι όμορφα να νομίζεις ότι έχεις κάποιον.

Έχω;

Έχεις;

Με θες;

Τότε κέρασέ με τη ζωή σου κι έλα ελευθέρωσέ με! Για όσο με έχεις, θα ‘μαι εκεί.

Πηγή εικόνας: artnudes.blogspot.com

Πιο βαθιά

demon February 15th, 2008

(Πηγή εικόνας: www.rehsteiner.com)

Χαχάνιζα ενώπιον όλων, γιατί σε φαντασιωνόμουν γυμνό, μπροστά μου, να δοκιμάζεις αυτά που σου πήρα. Εσύ να γκρινιάζεις που «έπρεπε» να μου κάνεις μίνι πασαρέλα κι εγώ να σε πειράζω και να σε τραβολογάω…

Κι ενώ οι φίλοι μιλούσαν για προγράμματα, excel-όφυλλα και παρουσιάσεις, εσύ χάιδευες τελείως ασυναίσθητα τη γάμπα και το λαιμό μου κι εγώ έσερνα, αδιάφορα υποτίθεται, τα νύχια μου πάνω στην παλάμη σου. Θέλω να σε γδάρω, θέλω να σε πονέσω.

Ώρες-ώρες σκέφτομαι: μυρίζει ο έρωτας; Το ότι θέλω να σε γαμήσω τώρα, εδώ, όπως είμαστε, ταξιδεύει στον αέρα, στους γύρω μου;

Στην επιστροφή ρουφήξαμε τους νυχτερινούς βαθμούς κρύου, αλλά δε συνήλθαμε.

Συνέχισα να σε θέλω, να σε χουφτώνω, να σε κοιτάζω πονηρά, να σου λέω… τι θα σου κάνω!

Και γουργούριζα καθώς μου εξιστορούσες, σαν άξιος ερωτικός αντίπαλος, πώς θα ανακαλύψεις τι γεύση έχω σήμερα.

Κι όσο επιτάχυνα το βήμα μου, συνέχιζα το ταξίδι στην προσμονή.

Συνέχισα να περιμένω να φτάσουμε σπίτι, να εξαγνίσουμε και να ζεστάνουμε τα φύλλα της ψυχής μας με καυτό νερό, για να μπω μέσα σου, να καθίσω πάνω στο πρόσωπό σου, να γυρίσω μπρούμυτα και να μαστιγώσω την κάβλα σου με τα μαλλιά μου.

Με τη γλώσσα μου…

Μέχρι να στάξω ιδρώτα, μέχρι να βγάλεις ήχους, μέχρι να κλείσω και να σφίξω τα πόδια μου γύρω από το λαιμό σου, μέχρι να ανασηκωθείς και να με κοιτάξεις μεθυσμένα.

Όσο σε έχω, τόσο θα σε γουστάρω. Θα ποθώ ό,τι μπορεί να δώσει το σώμα μας. Θα ζητάω με απληστία έρωτα από σένα. Κι όλα μου τα χρώματα θα τρυπώνουν στα όνειρά σου, για να σε τσιμπάνε κάθε μέρα, ψιθυρίζοντας: «έλα μαζί μου…»

Πηγή εικόνας: absolumentfemmes.com

Είσαι εδώ;

demon December 1st, 2007

Άλλο ένα απόγευμα. Σάββατο πια. Έφυγαν οι καθημερινές μέρες, κύλησαν στον πάτο της κλεψύδρας. Θα ξανανεβούν στην επιφάνεια όταν ανατείλει η Δευτέρα και το χέρι αναποδογυρίσει τον αμμο-χρονομετρητή.

Μόλις έφτιαξα τσάι. Έριξα μέσα φρούτα του δάσους, μπας και με ξυπνήσουν οι γλυκερές, μεστές τους γεύσεις. Δεν ήθελα βοτάνια, δεν ήθελα καραμέλες και κανέλες. Ντυμένη με φόρμες και φούτερ, αθλητικά και χοντρές κάλτσες λες και θα βγω τώρα δα να τρέξω μίνι μαραθώνιο, κόβω βόλτες κι επιτηρώ το σπίτι. Εντάξει, καθαρούτσικο είναι. Ας ανοίξω τις βαριές μπλε κουρτίνες να μπει μέσα το απόγευμα. Να προλάβω λίγο φως.

Μπαίνω στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον μακρόστενο καθρέφτη. Εγώ είμαι αυτή; Μα τι έκανες στα μαλλιά σου; Τα άφησα να κοιμηθούν ίσως; Κοίτα δε θ’ανοίξω διάλογο μαζί σου. Είναι απόγευμα ακόμη και δεν έχω δυνάμεις για μακροβούτια. Ενόχλησέ με ξανά τα ξημερώματα. Τότε θα σε έχω ξεχάσει πλήρως!

Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου. Τραβιέμαι κοντά του. Κοιτάζω το γράμμα. Είναι τόσο αλλόκοτο. Ποιος να μου κάνει πλάκα άραγε; Ποιος μου το άφησε κάτω από την πόρτα; Δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να το ανοίξω. Γιατί μετά θα “κολλήσω” άγρια. Θα εθιστώ στο περιεχόμενο και τη γραφή του. Στο πρόσωπο που θα δω μέσα του.

Σηκώνομαι κι ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Βγαίνω έξω. Ψόφος. Πλάκα-πλάκα, μήπως να πάω να τρέξω; Μήπως να ανέβω Λυκαβηττό και με μεγάλες ρουφηξιές ν’αφανίσω την πόλη; Βαριέμαι. Και μου τη σπάει όταν συμβαίνει αυτό. Για την ακρίβεια το σιχαίνομαι. Εγώ ποτέ δε βαριέμαι! Είναι αρχή μου. Όσο μπορεί να ‘ναι…

Πιάνω το στιλό κι ανοίγω το ημερολόγιό μου. Κοιτάζω και φυλλομετρώ. Πολλές άδειες σελίδες γαμώτο. Μα που ήμουν; Γιατί με αμέλησα; Τελευταία φορά έγραψα τον Αύγουστο; Τι;

Ξαναγγίζω το γράμμα. Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στην επιφάνειά του και προσπαθώ να αιστανθώ, να “δω” μέσα του. Μπα. Χάνω τις δυνάμεις μου. Αρπάζω αιμοβόρικα το κοπίδι και το χώνω στη σαλιωμένη γλώσσα του φακέλου. Με μια κίνηση απ’άκρη σ’άκρη γυμνώνω το περιεχόμενο.

…           Μα αυτή είμαι εγώ!

Η νύχτα ξημερώνει

demon November 23rd, 2007

Δεν ήθελες να κάνουμε έρωτα το πρωί; Δούλευες όλο το βράδυ, στο διπλανό δωμάτιο. Και ήρθες μόλις εμφανίστηκε η πρώτη λάμψη στο παράθυρο κοντά μου για να με φιλήσεις και να μου δώσεις την πρώτη “καλημέρα”.

Σε φίλησα ερωτικά, κοφτά, ανασαίνοντας μέσα στο στόμα σου. Άγγιξα το πρόσωπο και τα μάτια σου κι έγλειψα τα μάγουλά σου. Σε ρώτησα πόσο προχώρησες τη δουλειά σου και τι ώρα θα τελειώσεις.

Κάτι ώρες αργότερα κι όταν ο ήλιος πια είχε εισβάλλει σε όλο το δωμάτιο, πλημμυρίζοντας τα αφημένα ποτήρια του κρασιού από το πάρτι χτες και γεμίζοντας τις χαραμάδες του καλοριφέρ, ήσουν ακόμη στο γραφείο σου. Άκουγα τα πλήκτρα να κατεβαίνουν νευρικά και το κουμπί του Enter να το έχεις ξεσκίσει, πατώντας το με μανία. Διαχειριζόσουν το λειτουργικό σύστημα ενός server.

Αναρωτιόμουν με εκνευρισμό πότε θα διαχειριστείς τον δικό μου σκληρό!!! Reboot.

Οι άντρες δεν είναι που έχετε διάθεση πάντα το πρωί; Έτσι δεν πάει;

Το καναρίνι της απέναντι έχει λυσάξει από νωρίς σήμερα. Μέχρι τη δική μου ηχητική σφαίρα ακούγεται το μεταλλικό κροτάλισμα που κάνουν τα νύχια του. Στριφογυρίζει στην κούνια του κλουβιού, όπως εγώ στριφογύριζα όλο το ξημέρωμα στα σεντόνια. Που θα κοιτάει ο ήλιος σήμερα; Στην ανατολή ή στη δύση;

Και το καναρίνι κάνει σαν τη χαλασμένη πυξίδα. Γυρνά γύρω-γύρω από τον εαυτό του, δίνοντας τη δική του επανάσταση. Ή μήπως απλώς απαιτεί να το ελευθερώσουν αλλιώς θα αυτοκτονήσει; Δε θα φάει για μια εβδομάδα ως ένδειξη διαμαρτυρίας; Το θέαμα δυσάρεστο και η γεύση που έχω στο λαιμό μου είναι θεόπικρη. Αισθάνομαι σα να κρατάω δεύτερο ρόλο σε ταινία τρόμου. Που σε αυτή την περίπτωση είναι καλό, διότι φαντάσου να κρατούσα τον πρωταγωνιστικό. Είναι λες και με έχουν κλειδώσει σε ένα υγρό, ελάχιστα φωτεισμένο υπόγειο και με έχουν υποχρεώσει να παρακολουθώ τα βασανιστήρια στα διπλανά κελιά. Κι όσο το καναρίνι ξύνει τα νύχια του στη μεταλλική επιφάνεια, ξανά και ξανά, τόσο εγώ ακούω κραυγές κι αισθάνομαι να με έχουν δέσει και να μου κρατάνε το πρόσωπο ώστε να δω… Να παρακολουθήσω όλη τη διαδικασία. Εσένα να είσαι αλλού και να πληκτρολογείς αδηφάγα μπροστά σε μια γυμνή οθόνη, το καναρίνι να έχει πανικοβληθεί μέσα στο κελί του, εμένα να έχω κουλουριαστεί γύρω από την κοιλιά μου και το σύμπαν να ξημερώνει τη νύχτα που πέρασα μόνη.

cage

Το δοξάρι

demon November 20th, 2007

Όταν θα σε γαμήσω, φρόντισε να είσαι παρών, γυμνός και να κρατάς μια ομπρέλα. Να κρυφτείς από τις σταγόνες που βγάζει το μαστίγιό μου και να μη ματώσεις από τη στάχτη που στάζουν τα μάτια μου, τώρα.

Κρατάς ένα δοξάρι, καλογυαλισμένο και προσφάτως ακονισμένο και με απειλείς. Με έχεις χώσει σε μια γωνία και προσπαθείς να τρυπήσεις τα χέρια μου με τις χορδές και τη μύτη του.

Κοίταξε ψηλά και δες με να πέφτω. Έχω δέσει ένα αναμμένο μαντίλι γύρω από τα πόδια μου και κατρακυλάω προς τη γη. Τυλιγμένη με χιλιάδες σμαραγδένια στεφάνια, κρύβω τους φόβους μου και σχεδιάζω τατουάζ πάνω στο σώμα μου, πάνω στη νύχτα μου. Στην επόμενη πτήση θα είμαι μέσα στον ήλιο και θα προσγειωθώ στο κέντρο σου. Θα σε ζαλίσω με τα κέρατα της πύρινης μπάλας και θα ξεριζώσω τις σκέψεις σου. Σα γνήσιος, ισπανικός Ταύρος θα σε κλωτσήσω μακριά από τη γη. Μακριά από τους στίχους, τους εφιάλτες, τη γλύκα, τις βελόνες, τα γκάζια, τα βλέφαρα, τα ίχνη μου.

Έχω ανάψει στη σειρά 13 φαναράκια. Τα έχω τοποθετήσει στο περβάζι του παραθύρου μου και τα έχω ανάψει με ένα και μοναδικό σπίρτο. Ένα κόκκινο σπίρτο που φτύνει σπίθες. Και σκέφτομαι ότι σε κρατώ στα εύθραυστα χέρια μου. Δεν ξέρω πότε να σε αφήσω να πέσεις και που να σε στάξω. Στο χώμα ή στο νερό. Να σου δώσω ώθηση ή απλώς να γυρίσω τα δάχτυλά μου, κάνοντας πολλές ευχές ταυτόχρονα, για τις προηγούμενες ζωές μου;

Σκέφτομαι ένα “όχι”. Δε θέλω να είμαι έτσι. Δε θέλω να ματώνουν τα μάτια μου, να πυρώνει η ψυχή μου, να τεντώνω τις αισθήσεις μου, να πονάω τις λέξεις μου. Δε θέλω καν να βρίσκομαι εδώ.

Απλώς άσε με να μπω σε αυτό το πάνινο αερόστατο. Κόψε μου το σχοινί κι άσε να φύγω. Να ίπταμαι για το υπόλοιπο του χρόνου μου πάνω από τη στέγη, πάνω από την αχνιστή καμινάδα, πάνω από το “όχι” που αρνούμαι να πω.

Σχεδίασε μια ανάποδη, θηλυκή σπείρα πάνω στην άμμο του χειμώνα, βρέξ’την κι αιχμαλώτισε μια αιώνια κίνηση. Εσύ κι εγώ χαραγμένοι πάνω στους αέρηδες.

                                                                             σπείρα

                                                                             Πηγή: www.mehstories.com