demon December 24th, 2007
Ο θλιμμένος Αρλεκίνος είχε την ιδέα να γράψουμε ένα κείμενο/ποίημα/ιστορία μαζί. Έκανε την αρχή. Έγραψε την πρώτη παράγραφο και θα το συνεχίσουμε το “παιχνίδι” αυτό εναλλάξ. Κάθε φορά θα “ανεβάζω” λοιπόν τη συνέχεια, εδώ. Κι εκείνος, στο δικό του blog.
Αρλεκίνος:
Κοιτάζω έξω απ’ τη τζαμαρία. Γύρω μου τρείς κιθάρες, κρεμασμένες στους τοίχους. Παλίες φωτογραφίες αγνώστων, ως επί το πλείστον, προσώπων με επεξεργάζονται. Μια αιώρα με πολύχρωμες ρίγες κόβει τη μια γωνία του δωματίου απλωμένη. Ένα φυτό στη γλάστρα, βαρέθηκε να περιμένει τον ήλιο, γι’ αυτό το λόγο γύρισε πλευρό και κοιτάζει τη σβηστή τηλεόραση. Οι κιθάρες μπορούν και βλέπουν μέσα από την τρύπα τους, όσο πο χορδές τους δεν πάλλονται. Όταν μια κιθάρα τραγουδά είναι τυφλή. Ίσως το ίδιο να ήμουν κι εγώ, όσο αγναντεύω έξω απ΄τη τζαμαρία το συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο, αλλά με τα χρόνια εμπλουτίζεται η κριτική. Ίσως να νοσταλγώ μια ζωή διαφορετική, έτσι για την αλλαγή, αλλά και απροσδιόριστη ταυτόχρονα. Παρτιτούρες ανοιχτές πάνω στο αναλόγιο, που βρίσκεται μπροστά στο κέντρο της μεσαίας τζαμαρίας, εποπτεύουν το ήσυχο δωμάτιο. Οι νότες σαν τις μέρες ανεβοκατεβαίνουν, μια κοπέλα απ’ την Αργεντινή μου είπε ότι είμαι ακόμη «μωρό». Όμως έχουν ολοκληρωθεί αρκετές σελίδες με νότες στο δικό μου αναλόγιο. Σας μιλάω γι’ αυτό επειδή έτυχε. Οι σκέψεις με φέραν προς τα δω, θέλει όμως δουλειά για την ολοκλήρωση της πρώτης μου συμφωνίας. Χρειάζεται πολλές παραπάνω παρτιτούρες, πόσες μάλλον αν αναλογιστεί κανείς ότι απαιτούνται αρκετά διαφορετικής φύσης όργανα. Οδοντογλυφίδες στο σαλόνι; Τι γυρεύουν κανείς δεν ξέρει. Ξύνω την πλάτη μου και χαμογελάω στις κιθάρες. Με βλέπουν.
demon:
Πλησιάζω δειλά το πρώτο δημιούργημα. Βάζω το δάχτυλο μέσα στην τρύπα, ψαχουλεύοντας, αναζητώντας κάποιο κέρμα. Να το βρω, να το φυλάξω, να το χρησιμοποιήσω στο jukebox. Να παίξω τραγούδια έτοιμα, να χορέψω και να κοιτάξω τα λαμπάκια τα θαμπά μέσα από το πλαστικό το τζάμι. Μπαλάντα ή γρήγορο; Rock ‘n roll ή ποπάκι; Βγάζω το δάχτυλο από την κοιλιά της κιθάρας και το τοποθετώ πάνω στη νότα. Ντο η αρχή, ντο το τέλος. Μια οκτάβα φωνή. Μια ζωή οκτάβα. Άλλοτε προς τα πάνω, άλλοτε προς τα κάτω. Κι όταν φτάσω στο ντο, το ψηλό, φτου κι από την αρχή. Ντο κάτω κι αρχίζω να μετρώ. Ύφεση, δίεση, διπλή δίεση! Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το μετρά η Μουσική.
Αρλεκίνος:
Σκοπός της η δημιουργία, η έκφραση των μοναδικών υποκειμενικών συναισθημάτων που υποβόσκουν μέσα στις φλέβες του δημιουργού, οι νότες μοιάζουν τόσο φτωχές. Απλά διεγείρουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ακροατή. Μεταφράζει τις ίδιες νότες, τις ίδιες σειρές, αντιστίξεις και αλλαγές οκτάβας με το δικό του τρόπο. Του δημιουργεί όμως εικόνες, σκέψεις, αγωνίες, ταξίδια, κι αυτό λίγο δεν είναι. Πρόκειται για το σκοπό της εξωτερίκευσης μιας εσωτερικής κατάστασης μέσω της τέχνης της μουσικής. Το θέμα είναι ο ήχος της κάθε νότας, γιατί όλες οι αλληλουχίες και συνδυασμοί έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. Πολλοί πειραματίστηκαν πάνω στον ήχο και την παραμόρφωσή του. Έφτασαν ίσως σε εκνευριστικό ή γελοίο κατά κάποιους σημείο. Το ίδιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ ψαχουλεύοντας μέσα στην τρύπα με το δάχτυλο, ίσα που άγγιζε τον πάτο. Τον γαργαλούσε, και η κιθάρα κοιτούσε, δε γέλασε δευτερόλεπτο. Μέχρι που τοποθέτησα το δάχτυλο πάνω στη νότα. Η κιθάρα άρχισε να μιλάει, ίσως λίγο φάλτσα ανά σημεία. Σημασία είχε ότι δε με έβλεπε κανείς, απλά έπαιζα για τον εαυτό μου. Έχασα το μέτρο, περίεργο, συνεχίζω γρατζουνώντας τις χορδές με μια οδοντογλυφίδα. Ο ήχος της επιθετικός, όπως ο τροχός του οδοντογιατρού. Χαμένος μέσα σε τίτλους από rock ‘n roll ή pop τραγούδια, αναζητώ ένα κέρμα. Αφού δε φτάνουν τα δάχτυλα, έπρεπε να παίξω με την κιθάρα γυρισμένη ανάποδα, για να αποφύγω τα έτοιμα τραγούδια του jukebox, κι ύστερα ανταμείφθηκα για την πράξη μου μ’ ένα μικρό παλιό ισπανικό νόμισμα της μιας πεσέτας. Φυσικά δεν αρκούσε για να παίξει ένα έτοιμο τραγούδι, μπορούσε όμως να γίνει ένα όμορφο φυλακτό, μια νότα παράξενη, παιγμένη με οδοντογλυφίδες. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το μετρά η Μουσική.
demon:
“Είσαι ακόμη μωρό”… γύρισες και μου είπες. Είχα μόλις τελειώσει με τα χορταστικά τορτίγιας και είχα μπουκώσει τα ούλα μου με δυο οδοντογλυφίδες. Και τα δάχτυλά μου τρέχανε πάνω στο τραπεζομάντιλο μετρώντας φθόγγους. Κερασάκι κεντημένο με κλωστούλες και νότα. “Είσαι ακόμη πολύ μωρό”. Επειδή παίζω μουσική με τα μάτια μου; “Επειδή όλη την ώρα με αυτό ασχολείσαι”. Μισό λεπτό να πω στην ψυχή μου να κάνει διάλειμμα, είχα σκεφτεί τότε. Σου έριξα ένα βλέμμα θλιμμένο και συνέχισα την εξερεύνησή μου πάνω στο τραπεζομάντιλο, μέσα στην κιθάρα. Ψηλάφισα το λαιμό μου κι έβγαλα ένα λα. Εντάξει, δουλεύει ακόμη. Ναι, μωρό… μουρμούρισα κοιτάζοντάς σε. Κρίμα που δεν είσαι μέσα στη μουσική. Καληνύχτα τώρα. Πάω να ηχογραφήσω. Σκέψου το: δεν υπάρχει τίποτα που να μην το μετρά η Μουσική. Ακόμη κι εσένα, την ομορφιά κι ανάγκη μου. Κρίμα που σπαταλιέσαι στην αλήθεια. Κρίμα να μην έχεις ήχους μέσα σου. Κρίμα να μην επιβιώνεις όταν κλείνω τα μάτια μου.
Αρλεκίνος:
Κρίμα που δε σε κουβαλάει μέσα της η μουσική, κάθε φορά που παίζει σε ψάχνω μέσα στις μελωδίες, πουθενά εσύ. Μίλα μου, εξήγησέ μου, μη με κατηγορείς που τριγυρίζω σαν φθαρμένη φυσαρμόνικα από δω κι από κει. Βρες μου ένα νόμισμα, κανονικό, να παίξω κάτι έτοιμο, κάνε γρήγορα. Πρέπει να μιλήσουμε κι αυτό γίνεται μόνο όταν παίζει ένα τραγούδι που δεν το πολυξέρω και δεν το πολυγουστάρω. Μη με δοκιμάζεις, με ξέρεις αρκετά για να καταλάβεις ότι οι κιθάρες με παρηγορούν και μου προσφέρουν απλόχερα στοργή. Κουβαλάνε τόσους ήχους μέσα τους, κι όμως εσύ τους βρίσκεις λίγους και περιορισμένους. Μίλα μου για την αλήθεια, αφού τόσο την αποζητάς, αλλά σε παρακαλώ, άσε τη μουσική απ’ έξω, η ψυχή μου δε θα κάνει άλλα διαλείμματα, το αποφάσισα. Απόψε, χάριν αυτής μου της απόφασης, θα ηχογραφήσω ένα θλιμμένο τραγούδι. Δε θα στο δώσω να το ακούσεις, πρέπει να το βρεις μόνη σου, ψάξε, δε σε φοβάμαι πλέον. Αν τυχόν το βρεις, δε θέλω να μου πεις πως σου άρεσε και σε άγγιξε, γιατί πολύ απλά δε θα βρίσκεσαι μέσα του, θέλω να πιστεύω (αν και η θλίψη μου ίσως και να προέρχεται από εσένα). Δε θα υπάρχεις όταν θα το ακούω μετά από χρόνια, γιατί θα έχω κλειστά τα μάτια μου όσο θα παίζει, κι εσύ ήχους μέσα σου δεν κουβαλάς.
demon:
Η μαγεία και η λάμψη του νομίσματος διαρκούν όσο ακούγεται αυτή η εμπορική σαχλαμάρα στο jukebox. Μόλις τρίψεις λιγάκι την άρπα, σαν άλλο λυχνάρι, σκονίζεται, σκουριάζει, θαμπώνει. Μαζί κι εσύ, σαν ερμητικά κλεισμένο τζάμι, θαμπώνεις… Τα λόγια σου, οι κινήσεις σου, το όνειρο που έστελνες να με συντροφέψει κάθε βράδυ, θάμπωσαν κι αυτά. Κι όσο πιο δυνατή είναι η έμπνευσή μου, τόσο εσύ χάνεσαι στην ομίχλη του τίποτα, του όλα. Ε λοιπόν πάρε την αλήθεια σου και ψάρεψε με αυτή. Εγώ όμως δε θα είμαι εδώ, όταν γυρίσεις με το καΐκι από τον ωκεανό της ζωής σου. Προχωρώ σα νότα στο πεντάγραμμο, ανεβαίνω γραμμούλες, σκαρφαλώνω οκτάβες! Ξέρεις κάτι; Δεν υπάρχει τίποτα που να μην το μετρά η Μουσική. Όμως εσύ είσαι αόρατος στ’αλήθεια. Κι η ψυχή σου δεν έχει κανένα μουσικό βάρος. Γεια λοιπόν και για το νέο χρόνο, ας βρεις κι εσύ το δικό σου κλειδί… Κλείσε τα μάτια τώρα και γείρε πάνω μου. Ένα, δύο, παύση.