demon June 16th, 2009
Τις προάλλες πήγα στη Δροσιά. Είπα, αφού δεν πάω για μπάνιο λόγω αέρα, ε, ας πάω εκδρομούλα στη Δροσιά. Να περπατήσω, να ρουφήξω αέρα καθάριο και να φάω, στο τέλος, τα περιβόητα πεϊνιρλί.
Στο δρόμο είχε κίνηση πολλή. Κι άλλοι δεν πήγαν για μπάνιο, μάλλον. Θυμήθηκα παλιότερα όταν, Καθαρά Δευτέρα, ερχόμασταν με τους γονείς μου σχεδόν ευλαβικά Δροσιά. Κάναμε μεγάλους περιπάτους μέσα στο δάσος, χαζεύοντας τις βίλες, σχολιάζοντας κάποιες ευφάνταστες, ελληνοπρεπείς κατασκευές κι ενοχλώντας πού και πού τους άπειρους σκύλους που μας έδειχναν τα δόντια τους. Και μετά από δυο ωρίτσες, φτάναμε κουρασμένοι και με τα χασμουρητά στο στόμα, πίσω, στο αμάξι, στη βάση, για να μπούμε στον Τελκερίδη. Ναι, έτσι νομίζω τον λένε.
Ακόμη υπάρχει. Αυτό το γωνιακό ξενοδοχείο που, μπαίνοντας, διατηρεί μια σάλα τεραστίων διαστάσεων, με αμέτρητα γκαρσόνια, βιτρίνες με αστακούς, νομίζω, κι εκείνα τα υγρά αρωματικά μαντιλάκια που είναι κλεισμένα στον πλαστικό φάκελο, μαζί με την χαρτοπετσέτα και την οδοντογλυφίδα. Και πάντα, ήταν κάπως σκοτεινά εδώ μέσα. Για χρόνια ερχόμασταν εδώ. Δεν ξέρω γιατί.
Τον τελευταίο καιρό αυτή η συνήθεια άλλαξε. Και, λίγο πριν γνωρίσω τον άντρα, βάλαμε τον Τελκερίδη στην μπάντα και πιάσαμε τον Ελευθεριάδη. Γνωστό όνομα στους γονείς μου, από το Χαλάνδρι.
Κι έτσι, τα τελευταία 3 χρόνια ερχόμαστε Δροσιά, παρκάρουμε, ανηφορίζουμε και κατηφορίζουμε τους δρόμους με τις βίλες, τα ελληνοπρεπή κολωνάκια και τους σκύλους που μας δείχνουν τα δόντια και στο τέλος, μπαίνουμε στη μεγάλη αυλή του Ελευθεριάδη.
Σχεδόν πάντα είναι φίσκα το μέρος. Παρέες, ζευγάρια μεσήλικων, αντρόγυνα με καρότσια και μωρά αγκαλιά, γιαγιάδες και παππούδες που με δυσκολία περπατάνε στο χαλίκι και τα λίγα, συνήθως, γκαρσόνια να σε ξεχνάνε κάτω από τα δέντρα και τον ήλιο που όλο κι αλλάζει θέση μάχης.
Και προχτές πήγα. Δε μου άρεσε όμως. Και την περασμένη φορά δε μου άρεσε. Με ενοχλεί πια η υπεροψία στο όλο πράγμα. Τρελή διαφήμιση τους έκανε το “Gourmet”, νομίζω, τις προάλλες. Τι καλή βαθμολογία και τι καλά λόγια τους έγραψε. Για το σέρβις, για τη σπεσιαλιτέ που φυσικά είναι το πεϊνιρλί, για τα κολοκυθάκια που δε βρίσκεις ίχνος λάδι μέσα τους. Ναι, τους εξύμνησε. Μα φυσικά, αν σε περιμένουν και ξέρουν πως εξαρτώνται από σένα, σα βασιλιά θα σου φερθούν.
Αλλιώς, κάνα 15λεπτο μπορεί και να περιμένεις για τα βασικά και μετά από κάνα μισάωρο θα λάβεις ό,τι παρήγγειλες. Τα πρώτα ε? Γιατί τα πεϊνιρλί αργούν.
Και προχτές δε μου άρεσε καθόλου. Γιατί, πέραν του ότι περίμενα (είχαν βάλει εξτρά γκαρσόνια, πού να προλάβουν μόνοι), τα ορεκτικά μου ήρθαν κρύα! Ίσως τελικά το κεφάλαιο «Δροσιά» να πρέπει να μπει στα κιτάπια, ως τελετουργικό. Όπερ σημαίνει μια φορά το χρόνο: Καθαρά Δευτέρα.
Υ.Γ. Πεϊνιρλί θα δοκιμάσω να φτιάξω μόνη μου!