ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ *
demon February 25th, 2010
Δε θέλω να ξαναζήσω κηδεία για πολύ καιρό. Πάρα πολύ καιρό.
Ούτε θέλω να ξαναδώ τόση απόγνωση στα μάτια μου. Στο πράσινο μάτι μου. Απόγνωση. Ένταση. Ερωτηματικό.
Ήμουν χαμένη. Και ήμουν στο επίκεντρο. Και δεν ήξερα. Και δεν ήθελα. Ένα αέναο, κατάμαυρο τσίρκο. Με εμάς πρωταγωνιστές. Δε θα έπρεπε. Η θλίψη είναι κάτι το προσωπικό.
Μια αγρυπνία. Εσύ κι εγώ καρφωμένοι για πάνω από 10 ώρες σε ψάθινες καρέκλες, στην κουζίνα. Αγρυπνία. Ζωντανά λουλούδια πάνω σε νεκρό σώμα.
Ένα ταλαιπωρημένος άνθρωπος να κάθεται δίπλα στο φέρετρο και όλοι να τον κοιτούν. Και να αναρωτιούνται, να συζητούν για εμάς. Γιατί δεν είμαστε κι εμείς εκεί μπροστά, να κλαίμε και να κοιτάμε το νεκρό μας.
Και την άλλη μέρα, η εκκλησία. Και ξανά να με ζητάς εκεί πάνω, στο κέντρο, εκεί που συναντιούνται τα χαλιά και φωτίζει βαρύς ο πολυέλαιος. Δίπλα σε ένα μικρόφωνο. Δεν ήταν δημοσιογραφικό αυτή τη φορά. Ούτε έπαιρνα εγώ τη συνέντευξη.
Μιλούσε ένας μαυροφορεμένος που δεν τον ήξερα. Έψελνε. Ήταν τόσο αδιάφορος και τόσο βαρετός. Τόσο ανύπαρκτος εκείνη τη στιγμή. Όπως και οι δεκάδες πιστοί εκεί μέσα, που ήρθαν να αποχαιρετήσουν, για τώρα.
Και μετά, στην ανηφοριά, όλοι κάναμε φιδάκι. Λες και πηγαίναμε για πικ-νικ κάτω από τα κυπαρίσσια, κρατώντας λουλούδια και κεριά αντί για καλαθάκια και υφασμάτινες πετσέτες, τυρί και κρασί. Και ήρθε ξανά το φέρετρο. Δεν του γλιτώναμε. Βγήκε από το αυτοκίνητο που τόσα λεπτά ακολουθούσαμε. Βγήκε. Προσπέρασε τη ζωή.
Το κουβάλησαν άχαρα κι ασυγκίνητα μπροστά μας. Περάσαν τα χοντρά κορδόνια, τα σκοινιά με τους κόμπους της ζωής από κάτω. Το σύραν όπως-όπως μέσα στη γη. Στο τετράγωνο, χωμάτινο φέρετρο μπήκε το ξύλινο, τυπικό φέρετρο. Το ανοιχτό. Το γεμάτο…
Το μπουκωμένο από λουλούδια. Ανθοδέσμες. Χρώματα πάνω στο θάνατο. Να μπορούσε να ήταν αστείο!
Σε ράντισαν με λάδι. Γέμισαν την αγαπημένη σου μαξιλαροθήκη με χώμα. Σου πέταξαν τη ζωή στα μούτρα. Και σε στείλαν πιο μέσα στις ρίζες, στις πλάκες, στους κόκκους.
Και μετά η βύθιση μέσα στην συμπαγή κολυμπήθρα. Πουθενά νερό ή χώρος να αναπνεύσεις. Μονάχα μερικά εκατοστά σου αναλογούν εδώ κάτω. Μέχρι να την κάνεις με τεράστιες απλωτές. Γρήγορες, ακατάπαυστες. Να αφήσεις φτερά πίσω σου. Πουπουλάκια. Να δείξεις ότι αποφάσισες εσύ να φύγεις. Για κάπου αλλού. Που;
* “Στην υγειά της Βούλας
και στην υγειά τη δική μας…”