Archive for November, 2007

και μετά… Κάρφωσέ με

November 29th, 2007

Μόλις ένωσα τα χέρια μου με δύναμη, με φόρα. Μόλις χειροκρότησα τον αέρα. Όσο οι σταγόνες κατεβαίνουν από το λαιμό μου στα σωθικά μου, τόσο βυθίζομαι όλο και πιο μέσα…      μου.

Είμαι άσπρη σαν πανί. Τα μάτια μου τρέμουν.

Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Αρχίζει να ρέει… Μπαίνω, κοιτάζω, συμφωνώ, μένω.

Παίξε!

Άρπαξέ το

Τέντωσέ με

Καλειδοσκόπιο, ανάποδο. Εγώ στη βιτρίνα, μπροστά από το φως κι εσύ ο χειριστής μου.

Αφηρημένο.

Σκίτσαρέ με

Σφίξε με

Κόλλησέ με πάνω σου και διαπέρασέ με. Τι είναι αυτό; Πράσινο ανακατεμένο με κίτρινο. Ένα μάτι που με ψάχνει. Τι ψάχνεις;

Γουλιά.

Σπάσε με

Φτάσε με

Ορδές από λέξεις. Μελάνι χυμένο πάνω μου. Βότσαλα να καίνε πόντο-πόντο την ψυχή μου.

Στροβιλίσου.

Ξάπλωσέ με

Γάμησέ με

bow and arrow 

Πηγή: files.turbosquid.com

Κρύψε με!

November 29th, 2007

Όλο το βράδυ είχα ξεχάσει το βλέμμα μου πάνω στην οθόνη. Πάταγα κουμπιά χωρίς νόημα. Είχα τοποθετήσει με κομψό τρόπο τα δάχτυλά μου πάνω στα σωστά πλήκτρα και περίμενα κάτι να τα σπρώξει. Άνοιξα έναν ιταλικό αφρώδη οίνο με γεύση φράουλα (Fragolino το λένε το μυστικό μου) και ήπια τις αναθυμιάσεις του. Έπαιξα για ώρα με το χοντρό φελλό του, το συρματάκι που τον κρατούσε μέσα στο στόμιο. Πέρασα δυο-τρεις φορές από το κρεβάτι μου. Στη θέση του ήταν. Πέρασα κι από τον καθρέφτη στο μπάνιο. Κι εγώ στη θέση μου ήμουνα. Περίπου. Κοίταξα έξω μπας και προλάβω να δω ποιο πλάσμα θα με κλέψει απόψε. Τι χρώμα να ‘χει άραγε;

Μια ανάσα.

Το πρωινό με βρήκε αποσβολωμένη στην κόκκινη καρέκλα μου. Είχαν κοκαλώσει τα άκρα μου από το ψυχρό κρύο. Τουλάχιστον να είχε πρόσωπο. Είχα κάνει ένα καυτό μπάνιο λίγες ώρες πριν, μα η ζεστή γλώσσα του νερού είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Η εξωτερική θερμορκασία με απείλησε μονομιάς. Τράβηξα την βαριά κουβέρτα από τον καναπέ και την έσυρα μέχρι το γραφείο. Σκέπασα τα πόδια και τη μέση μου. Αν θυμόμουν πού είχα καταχωνιάσει το σκούφο μου,νομίζω ότι θα τον φορούσα. Ήπια μια βιαστική γουλιά από το χτεσινό τσάι. Μπλιαχ. Πικρίλα. Έκανα να σηκώσω το ακουστικό. Μπα, είναι πολύ νωρίς ακόμη. Πόσο θα ήθελα να ακούσω τη φωνή μου τώρα. Να θυμηθώ ότι υπάρχει, ότι βγάζει νότες. Κοίταξα και πάλι έξω. Κάποιος να μου φέρει τη φωνή μου!

Δυο ανάσες.

Μεσημέριασε κι ο ήλιος σκέπασε την επιθυμία μου να ξαπλώσω τον εαυτό μου έστω για λιγάκι. Πήγα στην κουζίνα και μου έφτιαξα δυο γόνδολες με τυρί και πράσινες ελιές. Ήπια μπόλικο νερό να ξελυσσάσω. Το μυαλό μου είχε χαθεί μες το χρόνο. Πότε είναι; Τι είναι τώρα; Πότε έχουμε; Να σηκωθώ, να ξαπλώσω, να γράψω, να μιλήσω; Είχα μπερδευτεί κι ο εαυτός μου είχε σωπάσει αντί να με προστάξει. Με ανακούφισα, σκεπτόμενη το βράδυ. Αυτό το γλυκό, μεθυστικό, επιβλητικό φάσμα που είναι τόσο απλόχερα σκληρό, απόλυτο, αδηφάγο. Θα στη δώσω την ψυχή μου κι απόψε. Το ξέρεις ότι θα το κάνω. Μόνο άσε με να κοιτάξω λιγάκι έξω ξανά. Να προλάβω να κλέψω εικόνα.

Τρεις α…

                                                            tunnel

Πηγή: www.gizmodo.fr

Come out, come out, wherever you are

November 29th, 2007

Τρελή κούρσα στην Κηφισίας, ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, ώρα 19:25. Έπρεπε να είμασταν στο “The Mall” εδώ και 5 λεπτά κι εμείς τώρα ξεκινάμε από Εξάρχεια. Εγώ έχω καταγχωθεί, κλασικά εικονογραφημένα, εσύ όχι. Τι λόξα κι αυτή να δίνεις ραντεβού στις “και είκοσι”. Και μισή δεν μπορούσες, έστω;

Μου λες τι απαίσια κίνηση συνάντησες στη διαδρομή από το σπίτι σου στο δικό μου και πόσο θα ταλαιπωρηθούμε. Ότι κάνει ψοφόκρυο και πως πιθανόν να μην προλάβουμε. Αλλά ούτε δείγμα ιδρώτα στο μέτωπό του, ο κύριος. Όπως λες: “πας πιο γρήγορα αλλά δεν αγχώνεσαι”. Καταφέρνεις να είσαι αποστασιοποιημένος. Αναίσθητο σε λέω εγώ!

Τελικά κι αφού βγάλαμε φτερά ήμασταν στο σινεμά 19:42. Είχα κατεβάσει τη ζελατίνα, είχα βάλει γαντάκι, είχα γραπωθεί από τα μπούτια σου και κουνήθηκα μόνο όταν γύρισες το κλειδί.

Φτάσαμε! Ώρα για ζαχαρωτά. Η χαρά του παιδιού και είναι κι ο μόνος λόγος γιατί να πάω στα Village. Οι μισοί κρατούν μια γίγας χάρτινη θήκη με αλατισμένο ποπ-κορν και οι άλλοι μισοί λογής πατατάκια. Εγώ θέλω καραμέλες: άσπρες και σοκολατένιες, λαστιχένια αρκουδάκια, ροζ-άσπρες καρδιές, βατόμουρα φούξια και μαύρα, καραμέλες βουτύρου και κουφέτα. Τα αγαπημένα μου, κάτι αβγουλάκια, σκληρά απέξω, μαλακά από μέσα, έχουν σφηνωθεί στον πλαστικό σωλήνα και δε λένε να πέσουν. Παραλίγο να μου έρθει στο κεφάλι αυτό το πράγμα. “Σαν τρίχρονο κάνεις, το ξέρεις;”. ΝΑΙ!

Το χαλαρό σινεμά είναι τελετουργία. Αν ερχόμουν για να δω κοινωνικό, θρίλερ ή σινεφίλ φάση, θα ήμουν μαγκωμένη ή σπινταριστή. Τώρα ήρθαμε να δούμε “Beowulf”. Τρισδιάστατο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!                                                       

Ένα ολότελα ψηφιακό παραμύθι, με εκφραστικές φωνές, εκπληκτική λεπτομέρεια στην τεχνική επεξεργασία της εικόνας κι εφέ που σε κάνουν να αναφωνείς πως “αυτό είναι εμπειρία. Δύσκολα βλέπεις ξανά “συμβατικά” γυρισμένες ταινίες”.

Ήρωες να κολυμπούν κάτω από το νερό και οι φυσαλίδες να πλησιάζουν στο πρόσωπό σου, άλογα να καλπάζουν στην παραλία και τα βότσαλα να φεύγουν πίσω περνώντας ξυστά από τα μάτια σου, κέρματα να αναπηδάνε μέσα σε τσουκάλια και λάφυρα να σε πλησιάζουν. Άπλωσα πολλές φορές τα χέρια μου. Ήθελα να παραστήσω πως κρατάω μια μεσαιωνική, χάλκινη κούπα, πως ετοιμάζομαι να πιάσω το βαριά στολισμένο σπαθί, ότι δοκιμάζω πόσο μυτερό είναι τούτο το κοντάρι.

Μόνα ψεγάδια οι υπότιτλοι που δεν “καθόντουσαν” καλά μα ούτε και σωστά, στο πάνω μέρος της οθόνης, η έμπνευση του Alan Silvestri που ήταν κακή αντιγραφή επικής μουσικής, αλλά και τα γυαλιά που μας δόθηκαν που ήταν τελείως άβολα, λόγω του στενού σκελετού τους. Πόνεσαν τα μάτια μου και μόνο μετά από το πρώτο μισάωρο κατάφερα να βρω τη σωστή θέση ματιού/γυαλιού. Ολόκληρη επιστήμη. Ταινία ήρθαμε να δούμε ρεεεε

Φεύγοντας κι αφού ήταν τελείως περιττό να βαθμολογήσουμε το “Πέοwulf”, όπως το βάφτισες ή να δηλώσουμε πόσο μας άρεσε, περάσαμε από το Σοκολατόσπιτο. Μα είναι δυνατόν σε ένα κατασκεύασμα από σοκολάτα, να αναρτούν ταμπελάκι “Μην αγγίζετε”;;;

Το εμπορικό, φίσκα. Ζευγαράκια παράνομα, σκαστά από γονείς και σπίτι να φιλιούνται πάνω από δύο λιγδωμένα πιάτα πίτσα, μπακούρια βορείων προαστίων που πέρασαν για τον καθιερωμένο καφέ, 18χρονες φιλενάδες που ήρθαν για να αναρρώσουν κάνοντας βιτρινοθερεαπεία -ουφ, το είπα-, οικογένειες από την επαρχία που ήρθαν να τα κάνουν όλα και ανάμεικτες παρέες, καλή ώρα, που θεωρούν ότι το να πας μέχρι το “The Mall” είναι ταξίδι στο άπειρο…

Come out, come out, wherever you are. Έλα να σου χύσω υδρόμελο στα χείλη, να σε καθίσω στο θρόνο σου, να σκαλίσω στο μέτωπό σου ένα στέμμα. Κι αυτή η νύχτα τελειώνει. Και σήμερα βγήκαμε έξω. Κι ακόμη σ’αγαπώ.

Σάρκα

November 28th, 2007

Είσαι σπίτι και κοιμάσαι. Σε φαντάζομαι. Χωμένο κάτω από τις κουβέρτες, με τα μαξιλάρια πάνω στο πρόσωπό σου και το στόμα σου ελαφρώς ανοιχτό! Γυρνάς πλευρό αλλά δεν είμαι εκεί. Ψαχουλεύεις στα σκοτεινά με το χέρι τα δροσερά σεντόνια της μεριάς μου, αλλά δεν πιάνεις κωλαράκι. Κάτι λείπει από εκεί. Οι καμπύλες μου!

Γυρνάς ατάραχος στον τοίχο σου και συνεχίζεις να ροχαλίζεις ελαφριά. Ίσως την επόμενη φορά που θα με αναζητήσεις με τα χέρια σου, να εμφανιστώ! Ίσως πάλι να καταλάβεις ότι λείπω και να πεταχτείς στον ύπνο σου. Ναι, θα το ήθελα.

Θα ήθελα όμως να ήμουν εκεί και να σου χάιδευα το πρόσωπο. Ή απλώς να σε κοιτάζω μέσα από τις χαραμάδες που σχηματίζει το απόλυτο σκοτάδι. Να ψηλαφίσω την πλάτη σου. Να βάλω το χέρι μου στο στήθος σου και να νιώσω τις ανάσες σου. Να σε αφήσω στους ύπνους σου, με τη σιγουριά ότι είσαι στο διπλανό δωμάτιο.

Να προσέχω να μην σε ξυπνήσω, να μην κάνω θόρυβο, να μην πατήσω εκείνο το σημείο στο ξύλινο πάτωμα που είναι ασταθές. Να μην αγγίξω πολύ δυνατά τον ύπνο σου.

Θα μου φυλάξεις μια θέση στο όνειρό σου; Κι ως θεατής έρχομαι. Να καθίσουμε παρεούλα στην κερκίδα και να δούμε ένα κορίτσι κι ένα αγόρι να πιάνονται χεράκι, να περνάνε την εύπλαστη, διάφανη πύλη και να ερωτεύονται.

Μείνε στα ζεστά εσύ. Κουκουλώσου. Φτιάξε το μαξιλάρι κι ανάσανε. Είμαι ακριβώς πίσω σου. Και κάτω από τα σκεπάσματα έχω βάλει το χέρι μου μέσα στο δικό σου και τη γάμπα μου πάνω στο πόδι σου. Μόνο έτσι μπορώ κι εγώ να κοιμηθώ. Αγγίζοντάς σε.

Έστω και με την αύρα μου…

Θα με αφήσεις να σε πιτσιλίσω με τα σαρκικά μου “θέλω”;

flesh

Πηγή: popsik.blogsome.com

H φύλακας της μέρας

November 28th, 2007

Ναι, αυτό είμαι. Δεν έχει ξημερώσει απλώς, έχει γεννηθεί η μέρα προ πολλού. Πέρασε η δεκάτη. Κι εγώ είμαι ακόμη με τα μάτια στηλωμένα στον υπολογιστή. Ορθάνοιχτα βλέφαρα, ζωντανές κόρες ματιών και μια απορία ζωγραφισμένη στο κάτω χείλος μου: εγώ τι ακριβώς φυλάω;

Τη μέρα πριν δραπετεύσει, το φεγγάρι μην το πάρει ο ύπνος και δεν κατέβει, τη γη μη βουτήξει στα σωθικά της κι αλλάξει σχήμα ή τον ουρανό, μην τυλίξει το γύρω του με το πελώριο σεντόνι του και πνίξει ανθρώπους, βουνά και θάλασσες;

Αισθάνομαι σα φύλακας της ημέρας. Και ειδικά με το κουτάκι της μπύρας που ξέμεινε τις τελευταίες ώρες στο χέρι μου, έχω αποπροσανατολιστεί γλυκά.

Θυμάμαι…

Θυμάμαι πως ξάπλωσα γύρω στις 04:30. Τα πόδια μου ήταν παγωμένα από το μάρμαρο της κουζίνας. Πήγα να πιω νερό και ρούφηξα την κρυάδα του δαπέδου. Μπήκα κάτω από τα σκεπάσματα και πριν προλάβω να σκεφτώ, πριν προλάβω να αποφασίσω αν θα σε ξυπνήσω ή όχι, είχες βάλει τις πατούσες σου πάνω στα πέλματά μου. Για να με ζεστάνεις. Απίστευτο! Με είχες στα όνειρά σου, με είχες πάρει μαζί σου…

Τι τρυφερό που ήταν… Να θυσιάσεις τη ζέστη σου για το κρύο μου.

Μέσα στην επόμενη μία ώρα, είχαμε ξυπνήσει και οι δυο…

~

-“Διψάω. Η πίτσα “4 εποχές” ήταν σκέτη λύσσα κι ακόμη να τη χωνέψω”.

Εμ, μωρό μου. Τέσσερις εποχές είναι αυτές…

“Πάω να φέρω νερό, θες;”

Θέλω να με χαϊδέψεις και να με νανουρίσεις. Και με αυτό, αίρω το απαγορευτικό. Σου είχα υποσχεθεί πως για μια βδομάδα δε θα παραπονεθώ. Ε λοιπόν, πέρασε! Δεν καταπιέζομαι άλλο.

-“Μα μωρό μου, πέρασαν κιόλας 7 μέρες;”

Όχι, πέντε πέρασαν. Ποιος μίλησε για εφτά; Πέντε εργάσιμες είχα θυσιάσει…

-“Πλάκα κάνεις!”

Κάθε άλλο. Το Σαββατοκύριακο δεν στο χαρίζω.

Τώρα τι να φυλάξω, αναρωτιέμαι… Το κουτάκι της μπύρας που τελειώνει, τη ζαλάδα μου πριν φύγει μακριά, να κλείσω το πορτάκι με τις σκέψεις ή απλώς να κρύψω κάτω από μια στίβα κλαδιά την ψυχή μου και να την αφήσω στο πιο μακρινό σύννεφο, μέχρι να ξεκουράσω το σώμα και το πρόσωπό μου;

Καλημέρα! για σένα

Καληνύχτα για μένα

                                    woman-sun

                                    Πηγή: galerieslunamoon.free.fr

Μου λείπεις…

November 27th, 2007

Πρώτη φορά μετά από μέρες που είμαστε χώρια. Εσύ σπίτι σου, εγώ στο δικό μου. Εσύ στο χώρο σου, με το λιτό γραφείο σου με τις δύο οθόνες, τον καναπέ που γίνεται κρεβάτι, την τεράστια τηλεόραση, τους γυμνούς τοίχους, το μικρό μπάνιο, τα παπούτσια πεταμένα πίσω από την εξώπορτα, την ντουλάπα που είναι λες και πέρασαν 10 μάγισσες από μέσα της.

Κι εγώ πάλι, σπίτι μου. Με τη γραφειάρα που έχει πάνω της άπειρα κεριά, μουσική και το γομάρι pc μου, με το χύμα αρτιστίκ σαλόνι που έχει πλάσματα στερεωμένα στο ταβάνι, με το χολ που αντί για τραπέζι έχει ριγμένο ένα τεράστιο ψυγείο στα πλάγια, με το μεγάλο μπάνιο, με την κρεβατοκάμαρα και το υπέρδιπλο στρώμα πάνω στο χαλί, που είναι σκεπασμένο από μπλε μαξιλάρια.

Και τις μυρωδιές μας… 

Σου λείπω; Μου λείπεις.

Πολύ.

Είμαστε χώρια κάτι ώρες τώρα. Με πήρες τηλέφωνο για πολύ λίγο. Ήταν αλλόκοτη η αίσθηση. Ξέρω τι γκριμάτσες κάνεις, πώς χαμογελάς,  πώς μαζεύεις τα χείλια σου όταν σκέφτεσαι και πώς σκεπάζουν τα μάτια σου όταν μου κάνεις νάζια. Κι έτσι, απέμεινα να σε ακούω και να ξέρω ακριβώς πώς είσαι! Χάζεψα.

Είμασταν μαζί κάθε μέρα και τώρα που είσαι στο ακουστικό, είσαι μπροστά μου και πάλι. Σου έλειψα καθόλου;

Φοράς ακόμη το μαύρο τζιν, το μπουφάν της μηχανής, τις μπότες. Πρόλαβες να βγάλεις μονάχα τα γάντια και με πήρες.

Άντε. Πήγαινε να αλλάξεις. Φόρεσε πάνω από το μπόξερ τη ζεστή φόρμα σου. Βάλε μια φρέσκια κοντομάνικη φανέλα κι ένα ελαφρύ φούτερ. Άναψε το κλιματιστικό στο 26, φέρε την τεράστια κατάμαυρη καρέκλα προς τα μέσα, παίξε με το ποντίκι και τσέκαρε τα mail σου.

Μετά από 3 λεπτά, πήγαινε στην κουζίνα, πάτα τον διακόπτη και πλησίασε το ψυγείο. Βγάλε το σοκολατούχο κι αναζήτησε σαν υπνωτισμένος τα κρουασανάκια. Όλη τη σαβούρα μαζεμένη…

Πήγαινε στο σαλόνι και βάλε τηλεόραση. Και μετά από το επιβεβλημένο απογευματινό ζαπάρισμα, βάλε μουσική.

Μάλλον Bruce Dickinson θα ακούς. Πάλι.

Ναι, ξέρω τι κάνεις.

ΜΕ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ!

Μου λείπεις γαμώτο

Μου είσαι περιττός

November 27th, 2007

Το απόγευμα μόλις ξεκίνησε την τσάρκα του. Μετά από μέρες μαζεύτηκα σπίτι μου. Στα πραγματάκια μου! Στη μουσική ΜΟΥ, στις κρέμες, στα ρούχα, στα κεριά ΜΟΥ. Μασουλάω χουρμάδες κι έχω βάλει στο στερεοφωνικό τον “Mesiah” του Haendel. Ο πιο αριστουργηματικός Μεσσίας.

Κι όπως ακουμπάνε με χάρη ο ένας φθόγγος πάνω στον άλλο, έτσι αποχαιρετούν το παλλόμενο κορμί μου οι έγνοιες του σήμερα. Όλα τα νεύρα και η ένταση φεύγουν προς τα κάτω, σαν τη σαπουνάδα. Ξεμυτίζουν από τους πόρους μου, γλιστράνε και στο τέλος μου ρίχνουν ένα φιλί και σκάνε, χρωματιστά, σαν την αντανάκλαση.

Μέσα στις πορείες κι εγώ σήμερα. Πως τα καταφέρνω πάντοτε κι όταν το κέντρο γίνεται η χαρά του πεζού, αλωνίζω την άσφαλτο; Ούτε επίτηδες να το ‘κανα.

Πάνω στο μηχανάκι μου, χωρίς φρένα και λάστιχα, αποφάσισα να κάνω δουλειές. Ακαδημίας κλειστή; Εκεί κι εγώ! Στήλες Ολυμπίου Διός, Σύνταγμα, Ομόνοια…

Λεπτές, ερυθρόλευκες κορδέλες με εμπόδιζαν από το να φτάσω πιο σύντομα στον προορισμό. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να περιγράψεις την… ατμόσφαιρα. Λυρικά λοιπόν: άλλη όρεξη δεν είχα σήμερα, από το να αντιμετωπίζω αργόσχολους κι ανεγκέφαλους μπάτσους να στέκονται μπρος από την ταινία “stop-εξουσία”, να σε αγριοκοιτάνε σα βρωμιάρηδες ναυτικοί που ψάχνουν για κλεμμένους θησαυρούς, να σου γρυλλίζουν και να στο παίζουν δύσκολοι. Τον μπροστινό μου με το XT τον άφησαν να περάσει, εμένα όχι. “Εϊ, θα σηκώσεις την ταινία να περάσω;”, “Όχι, ο δρόμος είναι κλειστός”.

Οι φίλοι μας τα ζώα… πάντα εκεί! Σαν τη σημαδούρα.

Τίποτα. Απλώς έκανα μερικές ωραίες παρανομίες, ένα κυκλάκι και βγήκα εκεί που ήθελα. Τσάμπα το σάλιο, τσάμπα που σε κοίταξα, τσάμπα που “φόρτωσα”.

Και τώρα, απλώς σε αποβάλλω. Περιττός είσαι ούτως ή άλλως.

Τώρα μεταμορφώνομαι και πάλι και δίνομαι στη Μουσική. Πράες νότες, μελιστάλακτες αρμονίες και μια κολορατούρα σοπράνο να σε κάνει να δακρύζεις. Πως το λένε, όταν η ψυχή σου αλλάζει θέση, όταν ζεσταίνεται το αίμα σου, οι μύες του προσώπου σου χαλαρώνουν κι αισθάνεσαι απόλυτα ευτυχισμένος με τους ήχους; Αυτό είμαι ΤΩΡΑ.

Τα λέμε σε λίγο.

Φύσα τις στιγμές

November 27th, 2007

~Κάθε στιγμή είναι μια αρχή που ανασαίνει. Απλώς πεθαίνει πολύ γρήγορα. Είναι όμως μια αρχή, γι’αυτό κι έχει τόση σημασία.~

Πρόσφατα άφησα αυτές τις προτάσεις ως σχόλιο σε κάποιο αξιόλογο blog. Και μόλις τις αποτύπωσα, το ξανασκέφτηκα. Ρε συ, αυτές αξίζουν, είναι καλές. Ας τις κρατήσω κι ας γεννήσω μέσα από αυτές.

Γιατί οι περισσότεροι πιστεύουμε πως αξίζει να ζούμε κυρίως για τις στιγμές της ζωής μας; Αφού διαρκούν τόσο λίγο. Όσο το ταξίδι μια σταγόνας, όσο το κατακόρυφο 100άρι μιας αστραπής, όσο να γλείψει το κύμα το βότσαλο της άμμου. Είναι σαν την Tinker Bell, το μικροσκοπικό, μαγικό πλάσμα που περικυκλώνει με αστερόσκονη τις φτερωτές αταξίες του Πίτερ Παν!

“Κάθε φορά που ένα παιδί δηλώνει πως δεν πιστεύει στις νεράιδες, μία πεθαίνει”. Να μια στιγμή. Δυο στιγμές.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω πει κι εγώ αυτή τη φράση: “Αξίζει να ζω για αυτές ακριβώς τις στιγμές”. Είναι σαν τα αστέρια που (νομίζουμε πως) πέφτουν. Τα βλέπεις εκεί ψηλά, ετοιμόρροπα, κρεμασμένα από ξεφτισμένα κορδόνια, αγκιστρωμένα από το πουθενά και ξέρεις ότι θα πέσουν, θα σπάσουν και θα σβήσουν. Αλλά δε σε νοιάζει. Αναπηδά το μάτι σου μόλις μοιραστείς το ταξίδι των 3 δευτερολέπτων. Ενθουσιάζεσαι με το θάνατο των αστεριών. Με τη στιγμή της κηδείας. Κι ενώ είναι τόσο σύντομη αυτή η πορεία, λαχταράς να τη ζήσεις, ξανά και ξανά.

Τι γίνεται όμως με τις μαύρες στιγμές; Πως μπορείς να λες ότι οι στιγμές είναι που αξίζουν, όταν στο χρόνο σου έχουν εισβάλλει και αυτές, οι θλιβερές; Ή μήπως αυτές δεν είναι στιγμές; Μήπως διαρκούν πάντα παραπάνω; Έτσι, για να διαφέρουν; Νομίζω ότι οι αρνητικές στιγμές έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αρχή, μέση και τέλος.

Οι άσπρες στιγμές είναι εισπνοή, οι μαύρες είναι εκπνοή.

Κι αν σου λέγαν να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τι θα έκανες;

the wave

Πηγή: www.novaksblog.com

This must be fun

November 26th, 2007

I wanna fuck you til you melt
I wanna be hugged til I’m bored
I wanna play til I grow up
I wanna laugh til my strength ends
I wanna…

I wanna dance til my shoes brake
I wanna travel til I get old
I wanna paint til all the colors dry
I wanna…  have this thing called FUN!

Cause…

It must be fun when you can laugh all day long
It must be fun when you feel good, seeing the sun rising
It must be fun when you get presents and feel surprised
aha…

The funny thing about it is that…
It isn’t fun when you talk, think, feel, try
It’s not good when you try so hard to be a human
It’s no fun when I see the night end…

Cause…

Fun is everything, so is misery
Fun is bright, but I prefer dark
Funny things happen to lost people, and I’m not one of them
Fun is the sunshine and I’m the blue on the moon
aha…

STILL

I wanna fuck you til you melt
I wanna laugh til my strength ends
I wanna paint til all the colors dry
I wanna sing til I say goodbye…

This MUST be fun

– Demon –
thunder

Πηγή: www.harrierpilot.com

Private – Public : Οι σημαντικότερες Ημερομηνίες της Ζωής μου…

November 26th, 2007

Κατόπιν… παράκλησης (εδώ γελάμε όλοι μαζί) του VoskinTV θα παίξω με τις Ημερομηνίες της Ζωής μου. Λίγο ανακάτεμα, μπόλικι σαντιγί (μπλιαχ), δέσιμο με μεταξωτό μαντίλι των ματιών κι αρχινάω…

~ Όταν αντίκρισα για πρώτη φορά τα πρόσωπα και τα χάδια των γονιών μου. Μια Πρωτομαγιά!!!

! Η πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Τρελό γέλιο… Από τότε έδειξα τη σχέση που θα είχα μετέπειτα με τα αγοράκια.

@ Όταν ξεκίνησα τις Μουσικές Σπουδές. Ήμουν 5 και είχα ταλέντο.

# Η μία και μοναδική φορά που πήγα κατασκήνωση. Το σιχάθηκα το στίβαγμα. Όπως και το ότι μου έβαζαν συνέχεια χέρι οι φίλοι του Παναγιώτη. Μπλιαχ ξανά. Έχω απωθημένα. Ή μήπως τα ξεπέρασα;

$ Όλα τα γενέθλια της ζωής μου. Ειδικά της παιδικής, προ και εφηβικής. Άπειρα δώρα κι εξαίσιες τούρτες. Από την άλλη, τώρα που γαϊδούρεψα, έχω λιγότερα δώρα αλλά ένα τρικούβερτο γλέντι που κρατά ΠΑΝΤΟΤΕ δύο ημέρες.

% Όταν πέθανε η μητέρα του μπαμπά μου. Η γιαγιά Δωροθέα (δε με λένε Δώρα, για να ξηγούμαστε), με τα απίστευτα μακριά λευκά μαλλιά, με τις πατάτες τηγανιτές και το ξεμάτιασμά της. Κάπως έτσι δε μετράμε όλοι τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας;

^ Όταν στο δημοτικό με φίλησε ο Στάθης. Ήταν ό,τι σιχαινόμουν. Κατάξανθος με γαλανά μάτια. Αλλά γυρνούσε με χάρη την μπουκάλα!

& Όταν έγραψα το πρώτο μου ελεύθερο κείμενο, διαπιστώνοντας ότι μπορώ να βάλω σε ένα χαρτί ό,τι αισθάνομαι!

* Όταν μπήκα στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Το μέλλον μου ήταν προδιαγεγραμμένο. Ή έτσι νόμιζαν κάποιοι.

( Η πρώτη φορά που έκανα έρωτα. Ήταν διαπεραστική εμπειρία κι ευτυχώς, πέρασα καλά…

) Όταν πήρα υποτροφία στην Όπερα. Σιγά μην πήγαινα ποτέ Αγγλία.

_ Όταν έπιασα το πρώτο μου σπίτι, Εξάρχεια. Αέναη Αλητεία.

+ Όταν άλλαξε η ζωή μου άρδην. (πέρσι το Νοέμβριο με ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΜΕΙΟΝ και φέτος τον Οκτώβριο ΜΕ ΕΝΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΣΥΝ)

Και τώρα πάμε για πάσα. Σκύψτε όλοι…

Παραδίδω το μίνι ημερολόγιο στους: lexx , Penthesileia , trelofantasmeni , michael , arlekinos

Άμα φιλοτιμηθείτε να γράψετε, ενημερώστε ε; Καλή εβδομάδα σε όλους.

I see you!

Πηγή: galerieslunamoon.free.fr

Next »