Archive for the 'Hot Zero' Category

Πως να ζωγραφίσεις με νερό;

September 3rd, 2012

Ασύμβατα αστέρια
το ένα αναμμένο, το άλλο σβηστό
το ένα μυτερό, το άλλο στρογγυλεμένο, κυρτό, κούφιο
Συγκρουόμενες νότες
όγδοα και δέκατα έκτα στο ξεθωριασμένο πεντάγραμμο της ολοκλήρωσης
Μια γη κι ένα ύδωρ
Μια παλέτα κι ένα στείρο πινέλο

Πώς να ζωγραφίσεις με νερό

(Πηγή εικόνας: littl3fairy.deviantart.com)

Ολική έκλειψη

June 18th, 2012

Άδειο… ακατοίκητο, απομονωμένο, εγκαταλελειμμένο, παρατημένο, κενό.

Ξεκίνησα μια ενήλικη ζωή, οπλισμένος με απίστευτη ενέργεια, φαντασία, το όνειρο της επιτυχίας και της ευτυχίας. Ολικής.

Ταξίδεψα μέσα και γύρω από ανθρώπους, ατάκες, συμφωνίες, εικόνες, χώρους, αιχμηρά αντικείμενα. Πιάστηκα από το σχοινί και σκαρφάλωσα. Άλλοτε γλιστρούσα, άλλοτε μπερδευόταν το πόδι μου, άλλοτε πατούσα αίμα και γυάλινες επιφάνειες. Πείστηκα ότι θα γευτώ ό,τι αξίζω. Ολικά.

Διάλεξα τα πιο νοθευμένα, τα πιο δυσκολοχώνευτα, τα πλέον «πειραγμένα». Έγραψα κι «έγραψα». Με πειθώ, με ταυτότητα. Όσο γέλασα τόσο έκλαψα κι όσο πόνεσα τόσο ευτύχησα. Όσο κρατάνε οι ψιχάλες.

Και κάπου εκεί, που φλέρταρα με το άγγιγμα, με τις καμπύλες της κορυφής, με το χαμόγελο της ανακούφισης και της επιβράβευσης συνάμα, έχασα. Ολικά.

Τον εαυτό μου. Τη γυάλα μου. Το παρόν και το μέλλον. Ξαφνικά τα πάντα γέμισαν ασφυκτικά με ιστούς και σκόνες. Μονόχρωμες, θαμπές. Ούτε ξεκίνησε, ούτε τελείωσε με μένα…

Και δεν ξέρω ποια τροφή θα με σώσει. Εμένα κι εσένα. Δεν γνωρίζω αν θα επιστρέψω ποτέ εκεί. Στους ανθρώπους μου, σε σένα.

Κάποιος αποφάσισε να τραβήξει την κουρτίνα. Εγώ αποφάσισα να φύγω. Και κάποιες άλλες ψυχές «διάλεξαν» να φύγουν ολικά. Κι όλο τούτο μοιάζει δύσκολο εξαιρετικά. Ξαφνικά δεν αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρω. Αν θα γίνω. Αλλά αν θα επιβιώσω. Αν υπάρχω… Όχι μερικά… ολικά.

Γιατί αυτό χρειάζομαι. Την ολική, απόλυτη, αναρχική ύπαρξή μου. Να ανατέλλει και να δύει με νόημα.

ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ.
Φοίβη.-

Cheers! motherfucker

October 7th, 2011

… Να πω τι;;; Να πρωτοπώ τι;;;

Ζω μακριά από τα φτερά μου εδώ και 1 ολόκληρο χρόνο. 1 ολάκερο χρόνο… Ξέρεις τι θα πει?! Όχι, φυσικά.

Πόσα ήθελα να γράψω όλο αυτό το διάστημα. Πόσα σκέφτηκα. Πόσα αποφάσισε το μέσα μου, αβίαστα. Πόσα απλώς φάνηκαν. Πόσα φτάσαν στην επιφάνεια. Και απλώς δεν γράφτηκαν ποτέ… εδώ.

Η κλασική παγίδα. Αλλά αντιπαρέρχομαι.

Έχασα το σπίτι μου. Τη «σταθερά» μου. Το σημείο αναφοράς, όπου τα πάντα συγκρινόντουσαν με αυτό και συνέβαιναν γύρω από αυτό.
Έχω φύγει. Ένα χρόνο τώρα. Τι άλλαξε; Μα τίποτα φυσικά. Τι περίμενες; Ότι εδώ θα ήταν ο παράδεισος που όλοι περίμεναν; Φούσκα. Να καεί το μπουρδέλο! Φυσικά. Να καεί!

Απομένω να προσπαθώ να ξανανέβω στο συννεφάκι μου. Μάταια. Δε με σηκώνει πια. Εγώ αλάφρυνα. Αυτό, όχι.

Τα ίδια σκατά με την Ελλάδα συμβαίνουν εδώ. Κι όποιος τολμά να σκεφτεί το αντίθετο, σφάλλει. Τίποτα. Εδώ είναι το τί-πο-τα. Από πολλές απόψεις.

Και σκέφτομαι. Και προσπαθώ να κλέψω το παρελθόν μου, εδώ. Μάταια. Δύσκολα. Θα συμβεί. Αλλά θα πάρει χρόνο. Τον χρόνο που δεν έχω, αλλά που θα βρω. Αλλιώς θα καταλήξω στο παγκάκι που βλέπω στους εφιάλτες μου. Και είναι πέρα για πέρα πραγματικό.

Ανάσες κάτω από το νερό. Γιατί είναι μεγαλύτερες. Βαθύτερες. Και πιο artificial.

Cheers motherfucker.


Σε λίγες ώρες έχω γενέθλια…

April 30th, 2011

… και σκέφτομαι πως λείπω 9 μήνες. Μακριά από την Αλίκη και τον Θωμά, ελαχιστότατους καλούς φίλους, αρκετούς γνωστούς, ώριμο και πλούσιο παρελθόν και φάσεις που θα μπορούσαν άνετα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά.

Το σκέφτομαι συχνά αυτό το τελευταίο. What if…

Αν είχα πάει Γερμανία τότε να σπουδάσω…

Αν είχα πάει Νέα Υόρκη αρκετά αργότερα να τραγουδήσω…

Αν είχα πάει Καλών Τεχνών αντί για Βακαλό…

Αν είχα πάρει μηχανή πολλά χρόνια πριν. Μηχανή…

Αν δεν είχα ξεκινήσει ποτέ δόκιμη στη δημοσιογραφία και είχα μπλέξει με άλλες τέχνες.

Αν είχα αποφύγει ανθρώπους και είχα επιμείνει με κάποιους άλλους…

Αν μετά τη Σαντορίνη πραγματικά ταξίδευα Αυστραλία, όπως είχα προγραμματίσει…

Αν δεν έφευγα ποτέ από την Ελλάδα. Ή αν έφευγα πολύ νωρίτερα!

Κι αν δεν ήμουν τώρα εδώ.

Χρόνια μου πολλά-καλά: ΥΓΙΗ κι ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ.

2 μέρες μέχρι τα γενέθλιά μου

April 29th, 2011

Ο ουρανός είπε να μας κάνει επίσκεψη, χτες. Φόρεσε τον πιο σκούρο του μανδύα και γλίστρησε προς τη γη, χρησιμοποιώντας τις ρίζες της. Τις τράβηξε σαν γκέμια και κατηφόρισε με ακρίβεια κι ασφάλεια. Έμοιαζε σαν ποτάμι όλο αυτό.

Έμοιαζε σα να τούμπαρε για λίγο το σύμπαν. Το νερό και τα κύματα ανέβηκαν, σαν πλημμυρίδα. Και το σκέπαστρο, το ταβάνι της γης βυθίστηκε κι ακούμπησε τα ψηλότερα δέντρα, τους πύργους, τα αλεξικέραυνα και τα τεμένη.

Ο ουρανός είπε απλώς να μας φοβίσει, σήμερα. Κάρφωσε τα πιο άγρια συννεφάκια στο ξύλινο κενό, σαν παιχνίδι και μας απείλησε με χαμένο φως και σταγονίδια. Σιώπησε όμως όλο αυτό. Σίγησε. Κι έτσι έστησα τον εναέριο κήπο μου. Εδώ.

Ξανά.

Από την αρχή.

Με περισσή φροντίδα.

Ένα-ένα… Κουκίδες, ψηφίδες, μωσαϊκά από φύλλα, χρώματα, σχέδια και πράσινη, αέναη ζωή.

Ξέρω τι μου έλειψε. Να στο ζητήσω;

Να το ζητήσω;

ΞΕΓΝΟΙΑΣΙΑ!

(είναι η λέξη που ψάχνω χρόνια τώρα)

Σε 5 μέρες έχω γενέθλια…

April 26th, 2011

Οργώσαμε την παλιά πόλη από όλες τις μεριές το 4ήμερο. Είπαμε να κάνουμε Επιτάφιο, να δούμε πώς γιορτάζεται σε τούτα τα μέρη, αλλά ψιχάλισε κι ο παπάς φοβήθηκε μάλλον ότι θα του μπει το χρυσοποίκιλτο ράσο. Κάπως έτσι, έβγαλε βόλτα γύρω-γύρω από την εκκλησία ένα βαρύ κάλυμμα και φώναξε στους πιστούς να περάσουν από κάτω. Ο Επιτάφιος ούτε που κουνήθηκε.

Όλες οι γιαγιάδες στριμώστηκαν, πατήθηκαν, τσίριξαν, πιάσαν και κουβεντολόι και μύρισε ολόγυρά μου πατσουλί και λεβάντα. Βαριά αρώματα.

Σάββατο κατευθυνθήκαμε στην παλιά πόλη, προς την εκκλησία της Φανερωμένης. Φτάσαμε νωρίτερα κι έτσι βολτάραμε. Είχα πάρει παραμάσχαλα έναν μοντέρνο χάρτη περιοδικού κι έψαχνα σημεία ενδιαφέροντος: μπαράκια, ζαχαροπλαστεία, κουτούκια, μαγειριά, περίεργα μαγαζάκια κι ό,τι θα μπορούσε να δώσει λίγο ενδιαφέρον στην κατά τα άλλα φτωχή και συνηθισμένη καθημερινότητα των κατοίκων.

Βαρελότα, κροτίδες κι άλλα συναφή δεν πέσαν ευτυχώς, μια και το έχουν θέμα εδώ. Σκοτώνονται και τραυματίζονται πολλοί, γι’αυτό και οι εκκλησίες προσλαμβάνουν… σεκιούριτοι για να αποτρέψουν τους επίδοξους μπουρλοτιέρηδες. Είδαμε όμως σε διάφορα σημεία το κάψιμο του Ιούδα που εδώ το λεν “Λαμπρατζ(ι)ά”.

Κυριακή πήγαμε και πάλι, μέρα αυτή τη φορά, στην παλιά πόλη, η οποία ήταν αμήχανα ήσυχοι, με τους αλλοδαπούς, κυρίως Πακιστανούς, Ινδούς και Φιλιππινέζους, να κατευθύνονται προς τη δική τους εκκλησία, για το Πάσχα των Καθολικών.

Καθίσαμε σε ένα ιταλικό να φάμε, να ξαποστάσουμε, να κρυφτούμε από τη συννεφιά που βγήκα.

Και τη Δευτέρα πήγαμε από την άλλη μεριά: την πύλη της Πάφου, με την εκκλησία των Καθολικών, που στέκεται ταπεινή, μέσα κι έξω και δεν θα δεις ούτε μια χρυσή εικόνα, ούτε ένα περίτεχνο στασίδι. Μονάχα ξύλο και λίγο μάρμαρο. Και κάτω από μια πέτρινη καμάρα, η Παναγία. Και τα κεράκια, τα ρεσώ και τα λουλούδια πάνω σε μια ψησταριά!

Όμορφη βόλτα.

Δεν είχα προετοιμαστεί καλά για τα γενέθλιά μου φέτος. Δεν τα σκέφτηκα νωρίτερα κι έτσι τώρα αιστάνομαι ότι δεν προλαβαίνω. Αναγκαστικά θα τα προλάβω βέβαια, αλλά… νωρίς δεν ήρθαν; Άντε 5 μέρες ακόμη. Ποια θα είναι η έκπληξή μου φέτος; Και πως θα γιορτάσω την 3ήμερη φιέστα μου;

Ίδωμεν. Χρόνια Πολλά σε λίγο.

10 μέρες μέχρι τα γενέθλιά μου…

April 20th, 2011

… αλλά δεν είμαι εδώ. Δεν είμαι πουθενά. Πλέον. Σκεφτόμουν… Άραγε φέτος θα τα προσμένω και τελικά θα τα γιορτάσω με τον ίδιο παιδικό ενθουσιασμό όπως πάντα; Τριήμερη φιέστα; Ή θα μελαγχολήσω, επειδή μεγαλώνω κι εγώ; Έφτασα στα μισά της ζωής μου. Υποτίθεται.

Μα τι μου λες τώρα. Όχι δε μελαγχόλησα. Δεν ξέρω. Δεν το εξηγώ. Όταν πλησιάζουν τα γενέθλιά μου με πιάνει ένας άκρατος ενθουσιασμός, αισιοδοξία, μια ανόητη φούσκα την οποία κλωτσάω και κλωτσάω και την παίρνω μαζί μου εκεί ψηλά που κρύβομαι και τρέχω και λαχανιάζω και γελάω. Γελάω.

Άσχετο όμως. Τώρα κάνω εκείνες τις σκέψεις. Εκείνες τις περίεργες σκέψεις που βυθίζουν.

Τι κάνω εδώ; Τι μαλακίες συμβαίνουν; Εδώ οι αχινοί τα ‘χουν όλα λυμένα. Υποτίθεται. Η γη της παραπλάνησης. Το νησί της υπεροψίας, της σνομπαρίας, του ρατσισμού, της ματαιοδοξίας, της ανυπαρξίας. Του φόβου. Γυάλινη ζωή. Κλειστή. Που πήγαν οι άνθρωποι;

Όχι, δεν περνάω καλά. Δε ζω καλά εδώ. Και το χειρότερο είναι πως αισθάνομαι και πάλι εγκλωβισμένη. Γιατί είναι σα να ξέρω ότι δεν θα γυρίσω ποτέ. Τι σκατά κάνουμε εδώ. Περιμένω την εξαίρεση. Τη μεγάλη εξαίρεση. Ένας ολόκληρος λαός σάπιος. Δεν μπορεί.

Κι όμως…

Γενέθλια. 10 μέρες ακόμη. Και μετά περνάω στο δεύτερο ημισφαίριο. Στο δεύτερο μισό. Στο δεύτερο όνειρο.

Δε θέλω να είμαι. Δε θέλω να υπάρχω. Δε θέλω να έχω σχέση. Δε μου συμβαίνει τίποτα καλό εδώ. Όχι, δεν απογοητεύομαι. Ελπίζω ότι θα γίνει ανεκτό όλο αυτό. Ότι θα βρεθεί κάποιος που δε θα μοιάζει με τους υπόλοιπους.

Με ρώτησες για καριέρα. Ποια καριέρα; Ο πλανήτης γκρεμίζεται. Κι ενώ πάντα ήθελα να κάνω καριέρα και να εξελίξω ό,τι είμαι, βλέπω ότι έχουμε καταντήσει να μιλάμε για επιβίωση. Ποια καριέρα λοιπόν; Καριέρα σε τι ακριβώς;

Με ρώτησες αν είναι καλά για να έρθεις. Μακριά από εδώ… Το εννοώ. Θα δυστυχήσεις.

10 μέρες. Και μετράω. Ροζ και γκρι μαζί. Σα σύννεφο από ελεφαντάκι. Τώρα καλά τώρα όχι. Τώρα εγώ τώρα εδώ. 10, 9, 8 …

Χρόνια πολλά – Το 42ο κλειδί

April 5th, 2011

Έχω κρεμαστεί από το πατζούρι. Έχω μπήξει τα δάχτυλά μου στις κρύες του, μεταλλικές θηλιές και περιμένω. Τον ήλιο να πέσει. Τον ήλιο να βγει μέσα από τη μολύβδινη θολούρα που δεσπόζει εδώ και 3 μέρες στον απέναντι ορίζοντα. Απέναντι από το πράσινο μάτι μου. Κι εγώ να περιμένω με την κάμερα στο χέρι.

Θέλω να κλειδώσω αυτή τη χάλκινη ομορφιά, που τυφλώνει γλυκά και ζαλίζει την ίριδα του ματιού για ώρα.

Έχω ανοίξει διάπλατα τα διπλά πατζούρια και περιμένω. Τώρα δα, θαρρώ πως θα ξεπηδήσει μέσα από τους καπνούς του ουρανού.

Φτάσαμε στο τέρμα. Πιάσαμε ταβάνι. Έχει κατέβει όλο το μαύρο στρώμα κι έχει γλείψει τη γη. Αέρας, βροχή, ακόμη και χαλάζι μας έλουσε προχτές. Πώς να μπορέσει ο ήλιος να χωθεί στην καταπακτή και να δύσει; Πώς να σηκώσει το ρόπτρο; Ή να δει πού είναι η κλειδαρότρυπα.

Ζαλίζει όλο αυτό. Ζαλίζει το φως, μα ζαλίζει κι ο καπνός.

Έχω ξεχάσει τα κλειδιά μου κάπου. Κι έχω βαρύνει. Τα σέρνω καιρό τώρα. Και θα τα σέρνω. Το νιώθω. Χρόνια πολλά μπλογκόσφαιρα κι εσύ μισοτρυπημένο μου μπαλόνι. Κάπου σε άφησα, μα δε θυμάμαι που. Μου έχεις κακιώσει άραγε; Εγώ σου έχω.

Γιατί δε με ακολούθησες;

(αναρωτιέμαι…)

Καλημέρα. Τεράστια Καλημέρα!

February 25th, 2011

Έβρεξε κι ούτε που το κατάλαβα. Έριξε νεροποντή για ένα 10λεπτο. Μάλλον στα όνειρά μου θα ‘μουν. Είχε πολλή κίνηση απόψε εκεί μέσα. Εικόνες εναλλάσσονταν, μυτερά χωνάκια λάμπανε, πέταλα βγαλμένα από το φεγγάρι με οδηγούσαν όλο και πιο βαθιά. Στην ψυχή μου. Και σε όσα δε θέλω να ξέρω. Μα τα γνωρίζω.

Είναι παράξενο. Είμαι εδώ κι αιστάνομαι πως μου συμβαίνουν πιο γρήγορα τα πράγματα. Είμαι δω μονάχα 6 μήνες (ναι, τους έκλεισα) κι όμως, έχουν διαδραματιστεί πολλές σκηνές κι έχουν προκληθεί αμυχές.

Αλλά ξέρεις, είναι ίσως η πρώτη φορά στην ηλεκτρονική ζωή μου, που νιώθω πως δεν μπορώ να τα γράψω στον διαδικτυακό μου πάπυρο. Γιατί… γιατί δε θέλω να είμαι άδικη, γιατί δε θέλω να αποκρυσταλλώσω τίποτε ακόμα, γιατί δε θέλω να κάνω κείνο που δε μου αρέσει να μου κάνουν. Ξέρω γιατί ήρθα ‘δω. Πως μπορώ λοιπόν και μάλιστα να το γράψω, να εκφράσω τι δε μου αρέσει; Κι είναι πολλά…

Από την άλλη, πάντα ήμουν τυχερός άνθρωπος. Κι εδώ, στην Κύπρο, με έχει πιάσει για πρώτη φορά στη ζωή μου μια απίστευτη κακοτυχία. Το πιστεύω. Δεν ξέρω τι άλλαξε, ποια χορδή τρύπησε την αύρα μου και ξεχύθηκαν όλα τα χρώματα έξω. Αλλά πρέπει τώρα, με έναν μαγικό τρόπο, να γραπώσω την απόχη μου και να τα βρω όλα, ένα προς ένα. Να τα φέρω πίσω. Σε μένα.

Πάντως, ο τροχός εξακολουθεί να γυρίζει. Ευτυχώς.

Καλημέρα. Παρασκευή. Καλή μέρα.

Βρέχει

December 10th, 2010

όλη μέρα. Εκεί βρέχει;

Έχουν γκριζάρει τα μαλλιά των σπιτιών, του δρόμου, του αέρα, των δέντρων, των στεγών, των παραθύρων, των αυλών, της γειτονιάς.

Σχεδόν άσπρισε η επιφάνεια του οξυγόνου. Σταμάτησε. Ξανάρχισε. Ο ήλιος μάταια προσπαθεί να ξετρυπώσει τις αχτίδες του μέσα από το πυκνό, γκρι σκούρο σύννεφο πίσω από το βουνό, στη μεριά των κατεχόμενων.

Μάταια, γιατί η σχισμή που κατάφερε έκλεισε με τη μία και η σύγκρουση ξανάφερε νερό. Μπόλικο νερό.

Μου αρέσει. Είμαι μέσα. Στα ζεστά. Με ρούχα, κόσμο, ένα ζεστό τσάι στο χέρι και γραμματάκια να πολλαπλασιάζονται μπρος στην οθόνη μου.

Έχω στολίσει Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Νωρίς φέτος. Το στόλισα πριν ακόμα μπει ο Δεκέμβρης και θα το αφήσω να το χαρώ μέχρι το τέλος Γενάρη. Έτσι, να γίνω κι εγώ κομμάτι του, στολίδι του, λαμπιόνι του. Μέχρι να φτάσω τα αστεράκι στην κορυφή. Το χειροποίητο.

Οι πρώτες γιορτές στην Κύπρο. Τα πρώτα Χριστούγεννα, η πρώτη Πρωτοχρονιά και τελικά η αλλαγή του χρόνου εδώ. Κύπρος. Λευκωσία. Παράξενο είναι τώρα που το γράφω. Κανονικά δεν είναι διόλου αλλόκοτο. Εγώ είμαι εδώ. Εσύ είσαι Αθήνα. Άλλος είναι Καναδά, Γερμανία, Ιταλία, Αυστραλία. Απωθημένο θα μου μείνει η Αυστραλία θαρρώ.

Κλείνω. Αχ, Παρασκευή. Έχω να κάνω πολλά μες στο Σαββατοκύριακο. Να φτιάξω τα μαγικά κουτιά, που θα στείλω στην Αθήνα σε γονείς, θείους και φίλους. Σε αγαπημένα πρόσωπα. Όχι πολλά. Όσα μπορώ. Όσα μπορεί να κουβαλήσει η φίλη που έχει έρθει, στη βαλίτσα της.

Ελπίζω αυτή η δεύτερη βροχή από τη μέρα που ήρθα, να κοπάσει. Α, και να βρέχει μονάχα το βράδυ. Για να μπορώ να πηγαίνω στεγνή στη δουλειά μου.

Κλείνω. Γεια.

Next »