blog +Ο- σφαιρα
Ιντερνετική αναρχία… “Παίζουμε κρυφτούλι στο ταβάνι;”

December 10, 2007

Γυμνή μπροστά σου

Naked

Πηγή: galerieslunamoon.free.fr

Ήμουνα πάνω σου όλο το απόγευμα. Ασίγαστη ανάγκη. Αξέχαστη ικανοποίηση.

Πάνω στη μηχανή, πλαγιασμένοι και οι δυο, σχεδόν γλείφοντας την άσφαλτο στις στροφές του Καρέα. Περνώντας μέσα από τον αέρα, με τα κράνη σφιχτά στα κρανία. Η ζελατίνα κατεβασμένη και να ακούω σα μαστίγωμα καρδιάς, σα χτύπο δείκτη, σαν πάτημα τακουνιού τις στάλες. Μία-μία πάνω στα μάτια μου να σκάνε και να σχηματίζουν ακτίνες. Ρινίσματα από νερό και μετά κανονική βροχή. Με μήνη και απληστία να πέφτει πάνω στο δέρμα μου. Είχα μόλις βγάλει το κράνος και τα γάντια κι ετοιμαζόμασταν να περάσουμε την πόρτα.

Όσο ήμασταν με κόσμο, με φράσεις, μαχαιροπίρουνα και κρασί, αγγιζόμασταν κρυφά κάτω από το τραπέζι. Κοιταζόμασταν πονηρά και μιλάγαμε με τους μαγνήτες των επιθυμιών μας. Πλέκαμε τα δάχτυλα, ενώ θέλαμε να μπλέξουμε τις γλώσσες μας. Μπήγαμε τα νύχια μας στις παλάμες, ενώ θέλαμε να πονέσουμε ο ένας την ερεθισμένη, τραχειά επιφάνεια του άλλου.

Τα μυστικά μεγάλωναν όσο το στήθος μου δεν ένιωθε το δικό σου κι όσο τα μαλλιά μου δεν σέρνονταν πάνω στα πόδια σου, ανάμεσα στις κλειδώσεις σου. Και η υγρή πλάτη μου άφηνε την ηδονή να συσωρρεύεται στα λακάκια της μέσης.

Κι όταν έφτασε καλοδεχούμενη η νύχτα και γυρίσαμε στο σπίτι σου, δεν άντεξε το ένα κορμί τη θέα του άλλου. Μου πήρες το σακίδιο από τα χέρια και το πέταξες κάτω, μου έλυσες τα μαλλιά, με έγδυσες και με σήκωσες. Με κάθισες πάνω σου και μου ψιθύρισες με βία πόσο σου έλειψαν οι μυρωδιές και οι ήχοι μου.

~

December 9, 2007

Σταμάτα τις σταγόνες!

Είμαι εγκλωβισμένη σ’ένα σπίτι κάπου στην Ηλιούπολη. Με το laptop στα γόνατα, μαγκώνω τα πλήκτρα και που και που ρίχνω μια κλεφτή ματιά έξω. Σχεδόν σκηνικό από ταινία θυμίζει ό,τι συμβαίνει μπροστά στο τζάμι. Λες και δεκάδες τεχνικοί σκαρφαλωμένοι πάνω σε θεόρατες σκάλες, ρίχνουν νερό με τις μάνικες, την ώρα που άλλοι βάζουν σε λειτουργία πελώριους ανεμιστήρες.

Είμαι στη γη ή στη θάλασσα μέσα; Βεντάλιες από χοντρές σταγόνες λικνίζονται με έντονο τέμπο μπροστά στα μάτια μου, σα φτερά δράκου, σα βλέφαρα. Κι ο θόρυβος αυτός… Δεν είναι απλώς ο ήχος της βροχής. Είναι κάτι πολύ πιο απειλητικό. Ένα σταθερό μαστίγωμα. Λες και κάτι από τη φύση έρχεται με ορμή να σε πνίξει, να σε ταρακουνήσει, να εισβάλλει στη σφαίρα της ασφάλειάς σου.

Έχω αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό σπίτι μου; Προσπαθώ να θυμηθώ. Προσπαθώ να φέρω στο μυαλό μου τις τελευταίες κινήσεις που έκανα πριν φύγω. Έσβησα φώτα, πήρα κλειδιά, κλείδωσα. Τα παράθυρα; Εκείνο που δεν κλείνει καλά, στην κουζίνα, το έσφιξα με το μάνταλο ή θα τσαλαβουτά μπρος-πίσω από τον αέρα τόσες ώρες που λείπω;

Τι να κάνω τώρα; Δεν μπορώ να κάνω και τίποτα. Ας κοιτάξω στο meteο να ενημερωθώ τουλάχιστον για τον καιρό αύριο. Θέλω να βγω για φαγητό το μεσημέρι Χαλάνδρι. Να μαζέψω εντυπώσεις. Λέω να πάω από τη “Σουζάνα”, το ανατολίτικο εστιατόριο με τα σούπερ κεφτεδάκια και τα πουγκιά ζυμαρικών γεμισμένα με κιμά. Και το απόγευμα καμιά βολίτσα να μετρήσω ανθρώπινες παρουσίες. Ίσως Εξάρχεια.

Ποιος κύκλωπας θύμωσε τόσο κι αναποδογύρισε τη φωτιά και τη μοίρα; Ακούω γύρω μου τόνους νερού. Σε όποιο δωμάτιο κι αν προσπαθώ να κρυφτώ από τους ήχους, η διάφανη ουσία καταβρέχει τοίχους και σκέπαστρα, πατζούρια και πόρτες. Κι αν καταφέρει να γλιστρίσει μέσα, να συρθεί μπρος στα πόδια μου;

Μου προτείνεις ένα φλιτζάνι τσάι. Τι να το κάνω καημένε; Τον ήχο! Αυτόν, μπορείς να τον κλείσεις; Να σταματήσεις τη θεομηνία που αισθάνομαι να με παίρνει μαζί της, κοντά της; Δε θα φύγω, θα κοιμηθώ εδώ απόψε. Στην μπανιέρα! Πάνω σε κουβέρτες και κουρελούδες. Θα αυτοσχεδιάσουμε τσιγγάνικα.  Μόνο σταμάτα το θρόισμα. Τη μήνη του Ουρανού.